ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΜΠΛΟΚ – Σκῦθες
Εἶστε ἑκατομμύρια. Μὰ ἐμεῖς εἴμαστε ἀπέραντοι, καὶ ἀπέραντα, ἀπέραντα ἁπλωνόμαστε.
Δοκιμάστε νὰ ἀναμετρηθεῖτε μαζί μας
Ναὶ ἐμεῖς εἴμαστε οἱ Σκῦθες! Ναί, εἴμαστε ἀσιάτες!
Μὲ μάτια σχιστὰ καὶ ἄπληστα.
Ἐσεῖς εἴχατε αἰῶνες, γιὰ Ἐμᾶς μιὰ μονάχη ὥρα.
Σᾶν ὑπάκουοι ὑπηρέτες,
Κρατούσαμε πάντα τὴν ἀσπίδα μεταξὺ τῶν δυὸ αἰωνίων ἐχθρικῶν ὁρδῶν
Τῶν Μογγόλων καὶ τῆς Εὐρώπης.
Αἰῶνες, αἰῶνες ἀτελείωτους ἡ ἀρχαία σας σάλλπιγγα πύρωνε
καὶ ἔπνιγε τὸν κρότο τῆς χιονοστιβάδας
ἁπλὰ ἕνα ἄγριο παραμύθι σᾶς μοιάζει πιά, ἡ καταστροφὴ
τῆς Λισαβόνας καὶ τῆς Μεσσήνης.
Ἑκατοντάδες χρόνια μὲ τὰ μάτια σας καρφωμένα στὴν Ἀνατολὴ
Ἁρπάζατε καὶ λιώνατε τὰ μαργαριτάρια μας,
καὶ χλευάζοντας μετρούσατε τὶς μέρες,
ποὺ θὰ στρέφατε σὲ μᾶς τῶν κανονιῶν τὶς κάννες!
Νὰ λοιπὸν ποὺ ἦρθε ὁ καιρός. Ποὺ τὸ τέλος σας χτυπᾷ τὶς δυνατὲς φτεροῦγες του.
Καὶ κάθε μέρα οἱ προσβολές πληθαίνουν,
καὶ ζυγῶνει ἡ μέρα ποὺ δὲν θὰ μεῖνει ἴχνος
ἴσως, ἀπὸ τὶς Ποσειδωνίες σας
Ὧ παλιὲ κόσμε! Ἀκόμα δὲν χάθηκες,
Ἀκόμα ἀγωνιᾶς μὲ γλυκὸ ιδρώτα,
Στάσου, σοφὸς σᾶν τὸν Οἰδίποδα,
Μπροστὰ ἀπὸ τὴν Σφίγγα μὲ τὸ ἀρχαῖο αἴνιγμα της!
Ἡ Ρωσσία εἶναι ἡ Σφίγγα. Θρηνῶντας καὶ γιορτάζοντας,
βουτηγμένη στὰ μαῦρα αἵματα,
Ἔχει τὰ μάτια της καρφωμένα, καρφωμένα πάνω σου!
γεμάτη μῖσος μὰ κι’ ἀγάπη
Ναί, ἔτσι ἀγαπᾶ, ἔτσι ἀγαπᾶ τὸ δικό μας αἷμα,
κανεῖς σας τόσο πολὺ στὸν χρόνο δὲν ἀγαπᾶ
ἀφοῦ ξεχάσατε πὼς στὸν κόσμο ὑπάρχει ἀγάπη
τέτοια ποὺ καῖει και ἰσοπεδῶνει.
Ὅλα τ’ ἀγαπᾶμε – τὴν κάψα τῶν παγωμένων ἀριθμῶν,
τὰ δῶρα τῶν οὐράνιων ὁραμάτων,
ὅλα μᾶς εἶναι ξεκάθαρα – καὶ τὰ κοφτερὰ κέλτικα νοήματα,
καὶ ἡ σκοτεινὴ γερμανικὴ ἐξυπνάδα…
Ὅλα ἐμεῖς τὰ θυμόμαστε – τὴν κόλαση τῶν παριζιάνικων δρόμων,
καὶ τὰ βενετσιάνικα κανάλια,
καὶ τὸ μακρινὸ ἄρωμα τῆς λεμονιᾶς,
καὶ τοὺς καπνισμένους πύργους τῆς Κολωνίας…
Πιὸ πολὺ ἀγαπᾶμε τὴν σάρκα – τὴν γεύση καὶ τὸ χρῶμα της,
καὶ τὸ ἀποπνικτικό, θανατερὸ τῆς σάρκας ἄρωμα ακόμα.
Ἄραγε φταῖμε ἐμεῖς ἂν τὰ κόκκαλά σας γίνονται κομμάτια
κάτω ἀπ’ τὰ βαριὰ καὶ μαλακά μας πόδια;
Συνήθεια τὸ ἔχουμε, κρατῶντας τὰ χαλινάρια
ζωηρῶν ἀλόγων, παιχνιδιάρικων,
νὰ σπᾶμε τὶς βαριές πλάτες τους,
καὶ νὰ δαμάζουμε τὶς πεισματάρες δοῦλες…
Ἐλάτε σὲ μᾶς! Ἀπὸ τοὺς τρόμους τοῦ πολέμου
ἐλάτε στὴν εἰρηνική μας μάζωξη!
Δὲν εἶναι ἀκόμα ἀργὰ – ἀφῆστε κάτω τὸ παλιὸ σπαθί,
Σύντροφοι θὰ γίνουμε κι’ ἀδέρφια!
Ἀλλὰ ἂν δὲν θέλετε – τίποτα δὲν ἔχουμε νὰ χάσουμε ἐμεῖς,
καὶ ἡ προδοσία δὲν μᾶς εἶναι ξένη!
Αἰῶνες, αἰῶνες ἀτέλειωτους θὰ ἔχετε κατάρα
Ἄρρωστες γενιὲς νὰ γεννᾶτε!
Ἐμεῖς μέσα στὰ ἀπέραντα ἄλση καὶ τὰ δάση
Μπρὸς στὴν πανέμορφη Εὐρώπη
Σκορπάμε! Καὶ γυρνάμε σὲ ἐσᾶς
τὴν ἀσιατική μας ὄψη.
Ἐλάτε ὅλοι, ἐλάτε στὰ Οὐράλια!
Καθαρίζουμε τὸ πεδίο τῆς μάχης
ἀπὸ ἀτσάλινες μηχανές, ἐκεῖ ποὺ ἀνασαίνει τὸ σίδερο
μὲ τὴν ἄγρια μογγολικὴ ὁρδή!
Ἂλλὰ πλέον ἐμεῖς, ἐφεξῆς τὴν ἀσπίδα γιὰ σᾶς δὲν θὰ κρατοῦμε,
ἐφεξῆς στὴν μάχη ἀπὸ μόνοι μας δὲν πάμε,
μὰ θὰ κοιτοῦμε καθὼς ἡ σφαγὴ θὰ ξεδιπλώνεται,
θὰ κοιτοῦμε μέσα ἀπ’ τὰ σχιστά μας μάτια.
Καὶ δὲν θὰ κουνηθοῦμε ὅταν ὁ ἄγριος Οὔννος
θὰ ἀδειάζει τὶς τσέπες τῶν πτωμάτων σας,
ὅταν θὰ καίει τὶς πόλεις σας καὶ θὰ βόσκει τὰ ζῶα του
στὶς ἐκκλησίες σας καὶ θὰ τηγανίζει τὸ κρέας τῶν λευκῶν!
Γιὰ τελευταία φορὰ – λογικέψου παλιὲ κόσμε!
γιατὶ στὴν ἀδελφικὴ γιορτὴ τοῦ μόχθου καὶ τῆς εἰρήνης
τελευταία φορὰ σὲ τέτοια φωτεινὴ ἀδελφικὴ γιορτὴ
σὲ καλεῖ ἡ βαρβαρική μας λύρα!
~ “Σκῦθες”, ἀρχικὴ μετάφραση ἐδῶ
Ὁ Μπλὸκ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσωπευτικότερους ποιητὲς τῆς Ρωσσίας. Ἔζησε τὴν Ὀκτωβριανὴ Ἐπανάσταση, ὄμως ὁ ἴδιος δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἐνταγμένος στὶς ἐπαναστατικὲς διαδικασίες ἢ ἔστω στὴν πολιτική, ὡς μιὰ κάποια τοποθέτηση. Ἡ ποίησή του γενικὰ προσπαθεῖ νὰ ἀπεικονίσῃ τὸν συναισθηματικὸ κόσμο τοῦ Ρώσσου, τῆς ρωσσικῆς ἰδιοσυγκρασίας, τοῦ «μέσου ἀνθρώπου» τῆς ρωσσικῆς αὐτοκρατορίας.