Τὸ παρὸν ἄρθρο ἀπὸ τὸν Ντμίτρι Μεντβέντεφ, δημοσιεύθη 2 Νοεμβρίου 2023, λίγο πρὶν τὴν ρωσσικὴ ἑορτὴ τῆς Ἡμέρας Ἐθνικῆς Ἑνότητας, 4 Νοεμβρίου. Ἡ ἡμερομηνία ἀφορᾶ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ ρωσσικοῦ κράτους: τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπὸ τοὺς Πολωνοὺς εἰσβολεῖς, ἀπὸ τὴν πολιτοφυλακή (Zemstvo) το 1612.
Ὁ Μεντβέντεφ σὲ ἕνα ἐκτενὲς πόνημα πραγματεύεται τὶς ἱστορικὲς ρίζες τῶν δύσκολων σχέσεων τῆς Ρωσσίας μὲ τὴν Πολωνία καὶ τὴν ταραχώδη πορεία τους.
«Ρωσσία καὶ Πολωνία: Σημειώσεις γιὰ τὶς 4 Νοεμβρίου»
Πολωνία: μεγαλομανία, σύμπλεγμα κατωτερότητας καὶ φανταστικοὶ πόνοι μιᾶς ἀποτυχημένης αὐτοκρατορίας
Ἄρθρο τοῦ Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ἀντιπρόεδρο τοῦ ρωσσικοῦ Συμβουλίου Ἀσφαλείας, 2 Νοεμβρίου 2023.
Ἀρχειοθετημένο ἐπίσης ἐδῶ.
Τὸ Σάββατο, ἡ Ρωσσία θὰ ἑορτάσει τὴν Ἡμέρα Ἐθνικῆς Ἑνότητας. Ἡ ἡμερομηνία εἶναι ἀφιερωμένη σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα γεγονότα στὴν ἱστορία τοῦ ρωσσικοῦ κράτους – τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπὸ τοὺς Πολωνοὺς εἰσβολεῖς, ἀπὸ τὴν πολιτοφυλακὴ (Zemstvo) τὸ 1612. Τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὁ ἀναπληρωτὴς πρόεδρος τοῦ ρωσσικοῦ Συμβουλίου Ἀσφαλείας Ντμίτρι Μεντβέντεφ περιέγραψε τὶς ἱστορικὲς ρίζες τῶν δύσκολων σχέσεων τῆς χώρας μας μὲ τὸν δυτικό της γείτονα.
Χωρὶς τὶς ρωσσικὲς στρατιές, ἡ Πολωνία θὰ εἶχε καταστραφεῖ ἢ θὰ εἶχε ὑποβιβασθεῖ σὲ καθεστὼς σκλάβων καὶ τὸ ἴδιο τὸ πολωνικὸ ἔθνος θὰ εἶχε ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ προσώπου γῆς.
Οὐίνστον Τσῶρτσιλ
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς εἰδικῆς στρατιωτικῆς ἐπιχείρησης τῆς Ρωσσίας στὴν Οὐκρανία τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2022, ἡ Πολωνία ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ φανατικὰ μέλη τοῦ ΝΑΤΟ καὶ τῆς ΕΕ, τασσόμενη ὑπὲρ τῆς πλήρους ὑποστήριξης τοῦ αἱμοσταγοῦς καθεστῶτος τοῦ Κιέβου καὶ τῆς σκληρῆς ἀντιπαράθεσης μὲ τὴν χώρα μας. Ἡ Βαρσοβία κατέβαλλε καὶ καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες γιὰ τὴν ἐμβάθυνση τῆς οὐκρανικῆς κρίσης, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ κέντρο τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς νὰ ἔχει πλέον μετατοπισθεῖ στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Μέσα σὲ λίγους μόνο μῆνες, ἡ ἐκτροχιασμένη Πολωνία, ἔγινε κράτος πρώτης γραμμῆς καὶ ἡ σημασία της ὡς περιφερειακοῦ ἀντιπάλου τῆς Ρωσσίας αὐξήθηκε σημαντικά.
Ἡ ἀπροκάλυπτη πολωνικὴ ρωσσοφοβία ἔχει ἐδῶ καὶ καιρὸ σχεδὸν θάψει τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν χωρῶν μας. Ἔχω γράψει γι’ αὐτὸ πολλὲς φορές. Ἀλλὰ ἡ ἐνεργὸς συμμετοχὴ τῆς Βαρσοβίας στὴν διατήρηση τοῦ ἑτοιμοθάνατου καθεστῶτος στὸ Κίεβο μὲ κάθε κόστος δὲν ὀφείλεται μόνο στὴν κατάπτυστη ρωσσοφοβία. Εἶναι βαθιὰ ριζωμένη στὸ μυαλὸ τῶν πολωνικῶν ἐλὶτ καὶ τῆς πολωνικῆς κοινωνίας ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό, ἂν ὄχι ἀνέκαθεν. Χρησιμοποιῶντας τὴν οὐκρανικὴ σύγκρουση ὡς ἐπιχείρηση συγκάλυψης, ἡ Πολωνία συνεχίζει τὸν μακραίωνο ἀγώνα της γιὰ μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες θέσεις στὴν Εὐρώπη καὶ τὸ σύστημα τῆς συλλογικῆς Δύσης. Στόχος της εἶναι νὰ ἀποκομίσῃ συγκεκριμένους καρποὺς ἐκ τῆς ἐπιθετικῆς γεωπολιτικῆς τῆς στρατηγικῆς, ἀκόμη καὶ μὲ κόστος μοιραῖες συνέπειες γιὰ τοὺς γείτονες τῆς Πολωνίας, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν Πολωνία.
Οἱ προσδοκίες αὐτὲς θὰ παραμείνουν ἀμετάβλητες μετὰ τὰ ἀποτελέσματα τῶν πρόσφατων βουλευτικῶν ἐκλογῶν ποὺ διεξήχθησαν στὴν χώρα. Τὰ κόμματα τῆς ἀντιπολίτευσης, τὰ ὁποῖα μαζὶ διαθέτουν τὴν πλειοψηφία τῶν ψήφων καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ σχηματίσουν κυβερνητικὸ συνασπισμό, δηλώνουν τὴν ὑποστήριξή τους στὴν Οὐκρανία καὶ ἐλάχιστα διαφέρουν στὰ οὐσιώδη ἀπὸ τὸ ρωσσοφοβικὸ κόμμα Νόμος καὶ Δικαιοσύνη, τὸ ὁποῖο ἦρθε πρῶτο στὶς δημοσκοπήσεις. Ἄλλωστε, πρέπει ἀκόμη νὰ σχηματίσουν αὐτὸν τὸν συνασπισμό. Ἴσως κάτι νὰ ἀλλάξῃ στὴν ἐσωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Πολωνίας καὶ στὶς σημαντικὰ χαλαρωμένες σχέσεις της μὲ τὶς εὐρωπαικὲς χῶρες, ἀλλὰ ἡ πορεία τοῦ ἐδαφικοῦ ρεβανσισμοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ διακαὴς πόθος κατατρῶει τοὺς σύγχρονους Πολωνούς, θὰ παραμείνει ἡ ἴδια.
Ἐξακολουθῶντας νὰ ἐκτοξεύῃ ρυπαρὲς καὶ κατάπτυστες δηλώσεις, ὁ σημερινὸς πρόεδρος τῆς Πολωνίας, τὸ ἐπώνυμο τοῦ ὁποίου δὲν ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ, ἔχασε τελικὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπό του καὶ ἀποκάλεσε “γουρούνια” τοὺς κατοίκους τῆς χώρας του ποὺ συμμετεῖχαν στὶς ἐκλογὲς κατὰ τὴν περίοδο τῆς Πολωνικῆς Λαϊκῆς Δημοκρατίας. Ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ σοσιαλιστικὸ παρελθόν, ἡ Πολωνία ἔχει τώρα “φανταστικὲς οὐρὲς στὰ ἐκλογικὰ κέντρα μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ”. Ἔχοντας ἐμμονὴ μὲ τὶς ἰδέες τῆς ἀναβίωσης τῆς πολωνικῆς αὐτοκρατορίας, αὐτὸς ὁ Μανκοῦρτ δήλωσε ἀνοιχτὰ τὴν ἀνάγκη «νὰ οἰκοδομήσουμε ἐδῶ, στὸ δικό μας μέρος τῆς Εὐρώπης, μία μεγάλη κοινότητα, τὴν δύναμη τῆς ὁποίας μας διδάσκει ἡ ἱστορία μας».
Ἀναφερόμενος σὲ αὐτὴ τὴν περιβόητη “ἱστορικὴ δύναμη”, δὲν μιλάει φυσικὰ γιὰ τὰ “συμπατριωτικὰ γουρούνια” τῆς σοσιαλιστικῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ γιὰ τὴν Πολωνική-Λιθουανικὴ Κοινοπολιτεία α, ἡ ὁποία κατέρρευσε στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα καὶ ἦταν ἕνα τεράστιο κράτος μὲ ἔκταση μεγαλύτερη ἀπὸ 700.000 τετραγωνικὰ χιλιόμετρα. Τὸ φάντασμα ἐκείνης τῆς ἐξουσίας στοιχειῶνει ἀκόμη τοὺς Πολωνοὺς κυβερνῆτες, οἱ ὁποῖοι στριμώχνονται μέσα στὰ σημερινὰ σύνορα, ἂν καὶ εἶναι ἀρκετὰ μεγάλα γιὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ δεδομένα. Ἐξ οὖ καὶ οἱ ὄχι λιγότερο θορυβώδεις δηλώσεις γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ πολωνικῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων στὸ ἔδαφος μίας γειτονικῆς χώρας ποὺ βρίσκεται σὲ βαθιὰ κρίση. Τὰ σύνορα μεταξὺ τῆς Πολωνίας καὶ τῆς Οὐκρανίας θὰ ἐξαφανιστοῦν σύντομα καὶ θὰ οἰκοδομηθεῖ ἕνας νέος κόσμος στὸν ὁποῖο μία ἰσχυρὴ Ρωσσία δὲν θὰ ἔχει δῆθεν καμμία θέση.
Μέχρι πρόσφατα, οἱ ρηχοὶ πολιτικοὶ στὸ Κίεβο ἄκουγαν αὐτὰ τὰ παθολογικὰ λόγια μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ ἀπὸ εὐχαρίστηση. Ὡστόσο, ἔχουν ἀρχίσει ἐπιτέλους νὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι ἡ ἰσότιμη ἑταιρικὴ σχέση μεταξὺ τῆς Βαρσοβίας καὶ τοῦ Κιέβου δὲν εἶναι παρὰ μία εὔθραυστη ψευδαίσθηση. Ὑποστηρίζοντας τὴν Οὐκρανία στὴν σύγκρουσή της μὲ τὴν Ρωσσία, ἡ Πολωνία, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ὀμπρέλλας τοῦ ΝΑΤΟ καὶ τῆς ΕΕ, ἐπιδιώκει μόνο ἕνα πράγμα: νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία της στὴν περιοχή, ἐλέγχοντας τὰ κράτη ποὺ βρίσκονται μεταξὺ Βαρσοβίας καὶ Μόσχας. Ἡ χώρα εἶναι ἀποφασισμένη νὰ ἀνακτήσῃ τὰ ἐδάφη της, τὰ ὁποῖα πιστεύει ὅτι τῆς ἀφαιρέθηκαν ἄδικα, καὶ νὰ ἐκπληρώσῃ τὶς μακροχρόνιες ἰδέες της γιὰ μία “δίκαιη παγκόσμια τάξη”. Σὲ πεῖσμα τῆς κοινῆς λογικῆς, μπορεῖ νὰ προβῇ σὲ ἐξαιρετικὰ ριψοκίνδυνες καὶ ἀπροσδόκητες ἐνέργειες στὴν περιοχή.
Ἂς εἴμαστε δίκαιοι: παρὰ τὸν γεωπολιτικὸ ἐνθουσιασμό, ἡ Πολωνία παραμένει ἕνας “ἱστορικὸς χαμένος”. Ἕνα κράτος τῆς “πίσω αὐλῆς” ποὺ ὑστερεῖ σοβαρὰ σὲ σχέση μὲ τὶς κυρίαρχες δυτικοευρωπαϊκὲς χῶρες στὴν ἀνάπτυξή του. Δὲν κατόρθωσε νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ πλέγμα τῆς “ἀνάπτυξης ποὺ αἰωνίως πλησιάζει”, νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὰ ἐξευτελιστικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἐνυπάρχουν στὰ συνοριακὰ κράτη-ὁριοτροφεῖα β. Ἐπιπλέον, ἡ σημαντικὴ εἰσροὴ οὐκρανῶν προσφύγων καὶ ἡ ἀπερίσκεπτη ἀπόρριψη τῶν ρωσσικῶν ἐνεργειακῶν πόρων θὰ συνεχίσουν νὰ ἐπιδεινώνουν τὴν κοινωνικοοικονομική της κατάσταση καὶ νὰ πλήττουν τὶς τσέπες ἑκατομμυρίων ἁπλῶν Πολωνῶν.
Γνωρίζοντας τὸ καλὰ αὐτό, ἡ πολωνικὴ ἡγεσία κατέφυγε γιὰ ἄλλη μία φορὰ στὸ δοκιμασμένο καὶ ἐπιτυχημένο μέσο τῆς ἀπόσπασης τῆς προσοχῆς τῆς κοινωνίας ἀπὸ τὰ τρέχοντα προβλήματα καὶ τῆς ἔμπνευσής της γιὰ μυθικὰ ἐπιτεύγματα. Τὸ φάρμακο αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐπικίνδυνο μεῖγμα στενόμυαλου ἐθνικισμοῦ καὶ ἀδυσώπητης ρωσσοφοβίας. Ἡ πολωνικὴ ἄρχουσα τάξη δὲν μπορεῖ νὰ σκεφθῇ κάτι καινούργιο γιὰ νὰ καλύψῃ τὴν κατωτερότητα τῆς χώρας της καὶ τὰ ἀβίωτα ἱστορικά της παράπονα, οὔτε θέλει νὰ τὸ κάνῃ. Τὸ μέλλον τῆς κρατικῆς ὑπόστασης τῆς Πολωνίας ρίχνεται γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἀπερίσκεπτα στὸν βωμὸ τῆς πολιτικῆς χειραγώγησης. Ὡστόσο, ἡ ἱστορία δὲν δίνει καμία ἐγγύηση ὅτι ἡ Πολωνία θὰ ἐξέλθει νικήτρια ἀπὸ τὴν σύγκρουση ποὺ πυροδότησε μὲ δικές της προσπάθειες. Εἰδικὰ ἐὰν ἀποφασίσῃ νὰ ξεκινήσῃ ξανὰ ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Ρωσσίας.
Οἱ σχέσεις μας μὲ τὴν Πολωνία δὲν ἦταν ποτὲ ἁπλὲς καὶ ἀδιατάρακτες. Ἀλλὰ ἂν στὴν ἐποχὴ τοῦ Ρουρίκοβιτς καὶ τῆς πρώτης πολωνικῆς ἡγετικῆς δυναστείας τῶν Πιάστ ἦταν δυνατὴ ἡ εἰρηνικὴ συνύπαρξη μέχρι τὴν σύναψη δυναστικῶν γάμων, τότε μὲ τὴν ἐμφάνιση στὸν πολωνικὸ θρόνο τῆς δυναστείας τῶν Γιαγκελλόνων, ἀναπτύχθηκε μία ἔνοπλη ἀντιπαράθεση αἰώνων γιὰ τὴν κληρονομιὰ τῆς Κιεβανῆς Ρωσσίας γ. Ἡ Πολωνία ἐπεδίωξε νὰ ἀκολουθήσῃ μία ἐπιθετικὴ κατακτητικὴ πολιτικὴ βασισμένη στὸν Καθολικὸ προσηλυτισμό. Τοποθετήθηκε ὡς προκεχωρημένο φυλάκιο ὄλου τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ στὴν Ἀνατολή, τὸ ὁποῖο ἀπειλοῦνταν συνεχῶς. Ἤδη ἀπὸ τὸν δέκατο ἕκτο αἰώνα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰβᾶν τοῦ Τρομεροῦ, οἱ Πολωνοὶ ἄρχισαν νὰ τρομάζουν τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη μὲ προπαγανδιστικὰ φυλλάδια στὰ λατινικὰ μὲ τὴν μυθολογία μίας “ἄγριας” καὶ “ἐπιθετικῆς” Ρωσσίας, ἡ ὁποία εἶναι γνωστὴ ἀκόμη καὶ σήμερα. Ἂν συγκρίνουμε αὐτὰ τὰ κείμενα πρὶν ἀπὸ 450 χρόνια μὲ τὶς σημερινὲς ὁμιλίες τοῦ Πολωνοῦ προέδρου καὶ τοῦ πρωθυπουργοῦ, θὰ διαπιστώσουμε πολλὲς ὁμοιότητες.
Τὰ ψεύδη γιὰ λόγους προπαγάνδας δὲν ἦταν σὲ καμμία περίπτωση πάντα τὸ κύριο μέσο καταπολέμησης τοῦ κράτους μας. Στοὺς 11 αἰῶνες τῆς ἱστορίας της, ἡ Πολωνία ἔχει συχνὰ προτιμήσει νὰ ἐπιλύῃ τὰ προβλήματα μὲ τοὺς γείτονές της μὲ στρατιωτικὴ βία, ὅπως ἡ βάρβαρη συμπεριφορὰ τῶν Πολωνῶν στὴν Μόσχα καὶ τὸ Κρεμλίνο κατὰ τὴν περίοδο τῶν Ταραχῶν στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα. Ἀπὸ τὸ 960 ἕως τὸ 1795, οἱ Πολωνοὶ ἔλαβαν μέρος σὲ περίπου 247 διεθνεῖς συγκρούσεις, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἔπρεπε νὰ πηγαίνουν σὲ πόλεμο περίπου μία φορὰ κάθε τρία χρόνια. Ἡ Πολωνία διατήρησε τὴν ἴδια δυναμικὴ κατὰ τὴν μεσοπολεμικὴ περίοδο 1918 – 1939, ἐμπλεκόμενη σὲ τουλάχιστον ἑπτὰ ἔνοπλες συγκρούσεις στὰ σύνορά της.
Παρὰ τὴν ἐξωτερικὴ προσήλωση στὶς “πεφωτισμένες” εὐρωπαϊκὲς ἀξίες, ἡ πολωνικὴ κοινωνία ἀντιλαμβανόταν τὴν ἀνατολικὴ ἐπεκτατικὴ πολιτικὴ ὡς φυσιολογικὴ καὶ μάλιστα ἀξιέπαινη. Ὅπως ἔγραψε ὁ Α.Ι. Σολζενίτσιν, «οἱ Πολωνοὶ ἐμφάνιζαν τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς ὡς τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἕνα προπύργιο τοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ καθῆκον νὰ διαδώσουν τὸν ἀληθινὸ Χριστιανισμὸ στοὺς “ἡμιπαγανιστές” – τοὺς Ὀρθόδοξους, στὴν ἄγρια Μοσχοβία» 1. Ὁ Πολωνὸς βραβευθεῖς μὲ τὸ Νόμπελ Λογοτεχνίας τοῦ 1980, Τσέσλαβ Μίλος, τόνισε μὲ κυνικὴ εἰλικρίνεια: «Κατὰ τοὺς XVI – XVII αἰῶνες, ἡ πολωνικὴ γλώσσα – ἡ γλώσσα τῶν κυρίων, τῶν φωτισμένων ἐπίσης – ἐνσάρκωνε τὴ φινέτσα καὶ τὸ γοῦστο στὰ ἀνατολικὰ μέχρι τὸ Πολὸτσκ καὶ τὸ Κίεβο. Ἡ Μοσχοβία ἦταν μία χώρα ἐχθρῶν. Μὲ τοὺς ὁποίους – ὅπως καὶ μὲ τοὺς Τατάρους – γινόταν πόλεμος στὰ περίχωρα» 2.
Γιὰ μία βαθύτερη κατανόηση τῆς σημερινῆς πολεμικῆς ἀλαζονείας τῶν Πολωνῶν, ἂς θυμηθοῦμε μερικὰ γεγονότα τοῦ ἱστορικοῦ τους παρελθόντος. Ἐπιπλέον, τὸ τραγικὸ οὐκρανικὸ ζήτημα συνδέεται ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις μὲ τὸ πολωνικὸ πρόβλημα.
Μετὰ τὴν Ἕνωση τοῦ Λούμπλιν μεταξὺ τοῦ Πολωνικοῦ Βασιλείου καὶ τοῦ Μεγάλου Δουκάτου τῆς Λιθουανίας τὸ 1569, τὸ νέο ὁμοσπονδιακὸ κράτος τῆς Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας ἔγινε ἡ ἰσχυρότερη πολιτικὴ ὀντότητα στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη γιὰ σχεδὸν ἕναν αἰώνα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑνοποίησης, ἡ Πολωνία διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο, ὁ ὁποῖος ἐνισχύθηκε περαιτέρω μετὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἕνωση τοῦ Μπρὲστ τὸ 1596, ἡ ὁποία ἐπέφερε σοβαρὸ πλῆγμα στὴν θέση τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Στὸ σύστημα τῶν “δυὸ ἐθνῶν” δὲν ὑπῆρχε θέση γιὰ τοὺς ἀνατολικοὺς Σλαύους ποὺ παρέμεναν πιστοὶ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀποδείχθηκαν ὁ “πέμπτος τροχός” στὸ “κάρο” τῆς Πολωνικῆς-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας, γεγονὸς ποὺ σύντομα ὁδήγησε σὲ σύγκρουση, καὶ τὸν XVII αἰώνα στὴν ἐξέγερση τοῦ Μπογκντᾶν Χμελνίτσκυ, ἡ ὁποία κλόνισε τὰ θεμέλια τῆς ὕπαρξης τῆς Κοινοπολιτείας καὶ στὴν ἀπόσχιση τοῦ Κιέβου καὶ ἄλλων ἐδαφῶν, τὰ ὁποία τὸν εἰκοστὸ αἰώνα ἀποτέλεσαν τὴν βάση τῆς ἐπικράτειας τῆς Σοβιετικῆς Οὐκρανίας.
Γιὰ τοὺς Πολωνούς, τὰ ἀποτελέσματα τοῦ Συμβουλίου Περεϊάσλαβ τοῦ 1654 ἦταν μία πολὺ ὀδυνηρὴ ἧττα. Χαρακτηρίζοντας τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2023 καὶ καλῶντας 369 χρόνια ἀργότερα νὰ ἐπανεξεταστοῦν οἱ ἀποφάσεις τοῦ Περεϊάσλαβ, ὁ σημερινὸς Πολωνὸς πρόεδρος εἶπε μὲ ἐξορθολογισμὸ ὅτι τότε «οἱ δρόμοι τῶν Οὐκρανῶν καὶ τῶν Πολωνῶν χώρισαν». Φυσικά, δὲν ἀνέφερε τὴν πραγματικὴ αἰτία αὐτοῦ ποὺ συνέβη. Οἱ δρόμοι αὐτοὶ δὲν χώρισαν ἀμέσως καὶ ὄχι ὡς ἀποτέλεσμα τῆς αὐτοκυβέρνησης τοῦ ἀταμάνου Χμελνίτσκυ. Οἱ κάτοικοι τῶν οὐκρανικῶν ἐδαφῶν εἶχαν κουραστεῖ ἀπὸ τὴν συνεχῆ κακοποίηση ἀπὸ τοὺς Πολωνοὺς μεγιστάνες καὶ εὐγενεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔπνιγαν στὸ αἷμα κάθε προσπάθεια ἀντίστασης στὸν διωγμὸ τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ στὴν οἰκονομικὴ ἐπέκταση. Ἀλλά, φυσικά, οἱ σύγχρονες πολωνικὲς ἐλὶτ ἑρμηνεύουν τὴν ἱστορία τοῦ “οὐκρανικοῦ ζητήματος” μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο, ἐπιδιώκοντας νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν γιὰ τὰ δικά τους, πολὺ ἀδίστακτα πολιτικὰ συμφέροντα.
Οἱ πόλεμοι μὲ τὴν Τουρκία, ὁ Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος καὶ ἡ σουηδικὴ ἐπέμβαση ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ἐπανένωση τῆς Ρωσσίας καὶ τῆς Οὐκρανίας, ἡ ἀκραία ἐπιδείνωση τῆς ἐσωτερικῆς πολιτικῆς κατάστασης στὸ κράτος, οἱ ἀτελείωτες ἴντριγκες τῶν μεγιστάνων καὶ τῶν εὐγενῶν, ἡ βασιλεία, ὁ ἀγώνας γιὰ τὸν θρόνο καὶ ἡ στρατιωτικὴ ἐπέμβαση τῆς Ρωσσίας ὁδήγησαν στὴν οὐσιαστικὴ καταστροφὴ τῶν πολιτικῶν καὶ διοικητικῶν δομῶν τῆς Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας. Τὸ διεθνὲς κύρος της ἔπεσε κατακόρυφα καὶ οἱ δυνατότητες τῆς πολωνικῆς διπλωματίας νὰ διαδραματίσῃ σημαντικὸ ρόλο στὶς εὐρωπαϊκὲς ὑποθέσεις ἐλαχιστοποιήθηκαν. Ὁ βασιλιὰς Γιὰν Σομπιέσκι, ὁ ὁποῖος τὸ 1683 κέρδισε μία λαμπρὴ νίκη ἐπὶ τῶν Τούρκων στὴν Βιέννη, ἔγινε “ὁ τελευταῖος τῶν Μοϊκανῶν”. Ὁ διάσημος Πολωνὸς ἱστορικὸς καὶ πολιτικὸς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, Στανισλὰβ ‘Κὰτ’ Μακίεβιτς τόνισε σωστὰ ὅτι τὸν 18ο αἰώνα «ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σομπιέσκι ἡ Πολωνία δὲν ἔχει κερδίσει οὔτε μία στρατιωτικὴ νίκη» 3. Καὶ ὁ διάσημος Ρῶσσος ἱστορικὸς Βασίλι Ὀ. Κλιουτσέβσκυ ἔγραψε γιὰ τὶς σοβαρότατες συνέπειες αὐτῆς τῆς στρατιωτικῆς ἀδυναμίας: «Μία ἐξαντλημένη … Πολωνία ἔπαψε νὰ φαίνεται
ἐπικίνδυνη» 4.
Ὅλα αὐτὰ στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα ὁδήγησαν στὴν ἀναπόφευκτη διαίρεση τῆς Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας μεταξὺ τῶν τριῶν μεγαλύτερων γειτονικῶν δυνάμεων. Ἡ Πρωσσία ἔλαβε τὸ 20% τῆς ἐπικράτειας μὲ τὸ 23% τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πρώην Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας, ἡ Αὐστριακὴ Αὐτοκρατορία ἔλαβε τὸ 18% τῆς ἐπικράτειας μὲ τὸ 32% τοῦ πληθυσμοῦ καὶ ἡ Ρωσσικὴ Αὐτοκρατορία ἔλαβε περίπου τὸ 62% τῆς ἐπικράτειας μὲ τὸ 45% τοῦ πληθυσμοῦ. Μέρος τῶν ἐθνοτικὰ πολωνικῶν ἐδαφῶν ἔγινε μέρος τῆς Πρωσσίας. Ἡ ἐθνοτικὴ σύνθεση τῶν ἐδαφῶν ποὺ ἔγιναν κτήσεις τῆς Αὐστριακῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ἑτερογενὴς καὶ περιλάμβανε κυρίως πολωνικὰ καὶ οὐκρανικὰ ἐδάφη.
Ἡ Ρωσσία δὲν κατέλαβε ἐθνικὰ πολωνικὰ ἐδάφη ὡς ἀποτέλεσμα τῶν διαιρέσεων. Κατέλαβε τὰ ἐδάφη ποὺ κατοικοῦνταν ἀπὸ ἀνατολικοὺς Σλαύους (τὰ σημερινὰ ἐδάφη τῆς Οὐκρανίας καὶ τῆς Λευκορωσσίας στὴν δεξιὰ πλευρά). Στὰ ἀνατολικὰ ἐδάφη τῆς πρώην Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας οἱ Πολωνοὶ ἀποτελοῦσαν μειονότητα – ἦταν παρόντες κυρίως μεταξὺ τῶν εὐγενῶν. Ἡ ἐπανένωση τῆς πλειονότητας τῶν οὐκρανικῶν καὶ ὅλων τῶν λευκορωσσικῶν ἐδαφῶν ἐντὸς τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας ἀνταποκρινόταν ἀντικειμενικὰ στὰ συμφέροντα τοῦ οὐκρανικοῦ καὶ τοῦ λευκορωσσικοῦ λαοῦ.
Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονιστῇ ὅτι αὐτὴ ἡ ἐνσωμάτωση στὸν κοινὸ κρατικὸ χῶρο δὲν ἦταν μόνο ἀποτέλεσμα πολιτικῶν καὶ διπλωματικῶν ἀποφάσεων. Πραγματοποιήθηκε στὴν βάση τῆς κοινῆς πίστης, τῶν πολιτιστικῶν παραδόσεων καὶ τῆς γλωσσικῆς ἐγγύτητας. Ἡ οὐκρανικὴ κοζάκικη ἐλὶτ ἐπωφελήθηκε σημαντικὰ ἀπὸ τὴν ἔνταξή της στὴν Ρωσσία. Ἔλαβε τεράστια κτήματα καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ συμμετέχῃ ἐνεργὰ στὶς κρατικὲς ὑποθέσεις – ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τοὺς Ραζουμόφσκυ, τοὺς Κοτσουμπέϋ, τὸν καγγελλάριο τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας Ἀλεξάντρ Μπεζμπορόντκο, τοὺς στρατάρχες Ἀλεξάντρ Μπαριατίνσκυ καὶ Ἰβᾶν Πασκέβιτς. Ἡ ἰλιγγιώδης σταδιοδρομία τους θὰ ἦταν κατηγορηματικὰ ἀδύνατη γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους κατοίκους τῶν οὐκρανικῶν ἐδαφῶν τῆς Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας.
Στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19ου αἰώνα, οἱ συντηρητικοὶ ἱστορικοὶ τῆς σχολῆς τῆς Κρακοβίας, Γιόζεφ Σούισκι καὶ Μιχὰλ Μπομπρζίνσκι, ἔδωσαν μία σύντομη καὶ πολὺ προσβλητικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῆς πτώσης τῆς Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας: «Ἦταν δικό τους λάθος». Μία λεπτομερέστερη καὶ ἀρκετὰ λογικὴ ἐξήγηση μπορεῖ νὰ βρεθῇ στὸν ἐξέχοντα Ρῶσσο ἱστορικὸ Σεργκέι Σολοβιέφ: «Λόγω τῆς ἄσχημης μονόπλευρης ἀνάπτυξης μίας τάξης, λόγω τῆς ἐσωτερικῆς ἀταξίας, ἡ Πολωνία ἔχασε τὴν πολιτική της σημασία· ἡ ἀνεξαρτησία της ἦταν μόνον κατ’ όνομα καὶ γιὰ περισσότερο ἀπὸ ἕναν αἰώνα ὑπέφερε ἤδη ἀπὸ ἕναν ἐξουθενωτικὸ πυρετὸ ποὺ εἶχε ἐξαντλήσει τὶς δυνάμεις της» 5. Ὁ ‘Kὰτ’ Μακίεβιτς ἐκτίμησε ἀδίστακτα καὶ σωστὰ τοὺς λόγους τῶν διχοτομήσεων: "Στὴν χώρα μας τὸν 18ο αἰώνα, ἡ κοινωνία διέλυσε ὅλους τους μηχανισμοὺς ποὺ διέπουν τὸ κράτος, φυσικά, κάτω ἀπὸ πατριωτικὲς κραυγές… Ἐδῶ κανεὶς δὲν ἀκούει κανέναν, οὔτε τὸν βασιλιά, οὔτε τὸ Κοινοβούλιο, οὔτε τὸ δικαστήριο. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει καμμία ἐξουσία, ἐπικρατεῖ ἡ ἀπόλυτη ἀναρχία» 6.
Ὡστόσο, ἡ πολωνικὴ κοινωνία ἀπέτυχε νὰ βγάλῃ τὰ σωστὰ συμπεράσματα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ συνέβη. Προτίμησε νὰ ἐπιρρίψῃ τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ βαρὺ ἀδίκημα σὲ “ἐξωτερικὲς δυνάμεις”: Φρειδερίκος τῆς Πρωσσίας, Αἰκατερίνη Β′ καὶ Μαρία Θηρεσία τῆς Αὐστρίας. Ἡ δεύτερη διχοτόμηση τῆς Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας τὸ 1793, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πρώτη τὸ 1772, δὲν κύλησε τὸ ἴδιο ὁμαλά. Ἕνας νέος παράγοντας ἐμφανίστηκε στὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῆς πολωνικῆς ἀριστοκρατίας – μία ὀξεία καὶ ὀδυνηρὰ εὐαίσθητη ἐθνικὴ συνείδηση. Ἡ ἐξέγερση τοῦ 1794, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ταντέους Κοσιοῦσκο, ἦταν σαφὴς ἀπόδειξη αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Ὡστόσο, οἱ προσπάθειες αὐτὲς ἦταν καταδικασμένες σὲ ἀποτυχία. Ἕνας δύσκολος, ἀπελπιστικὸς γιὰ τοὺς ἐπαναστάτες ἔνοπλος ἀγώνας μὲ τὴν Ρωσσία καὶ τὴν Πρωσσία ταυτόχρονα κατέληξε μὲ τὴν πτώση τῆς Βαρσοβίας καὶ τὴν καταστολὴ τῆς ἐξέγερσης. Ἡ σημαντικότερη ὅμως συνέπεια τῆς ἀποτυχημένης ἐξέγερσης ἦταν ὅτι ἀποτέλεσε τὴν σημαντικότερη αἰτία γιὰ τὴν τρίτη καὶ τελικὴ διαίρεση τῆς Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας τὸ 1795, ἡ ὁποία ἐξασφάλισε στοὺς Πολωνοὺς ἕνα καθεστὼς χωρὶς κράτος γιὰ 123 χρόνια, μέχρι τὸ τέλος τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετὰ τὴν ἐκκαθάριση τῆς Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας, οἱ τρεῖς αὐτοκρατορίες ἀκολούθησαν διαφορετικὲς πολιτικὲς ἀπέναντι στὸν γηγενῆ πληθυσμὸ τῶν ἐδαφῶν ποὺ τοὺς εἶχαν παραχωρηθεῖ ὡς ἀποτέλεσμα τῶν διχοτομήσεων. Γιὰ παράδειγμα, ἡ Πρωσσία κατέφυγε σὲ αὐστηρὸ ἐκγερμανισμὸ μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς γερμανικοῦ στρώματος ἀγροτῶν καὶ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς γερμανικῆς γλώσσας στὰ σχολεῖα καὶ τὰ διοικητικὰ ἱδρύματα.
Ταυτόχρονα, οἱ ρωσσικὲς κυβερνήσεις τῆς Αἰκατερίνης Β′, τοῦ Παύλου Α′ καὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀ′ δὲν καταδίωξαν τὴν γλῶσσα καὶ τὴν θρησκεία, οὔτε ἐπιδίωξαν νὰ ἀλλάξουν τὴν ἐθνοτικὴ σύνθεση τοῦ πληθυσμοῦ καὶ ὁ ἑνωτικὸς πληθυσμὸς ὁδηγήθηκε προσεκτικὰ καὶ σταδιακὰ στὴν Ὀρθοδοξία. Ὅλοι οἱ Πολωνοὶ εὐγενεῖς διατήρησαν τὰ προνόμιά τους. Καὶ ἂν στὴν Ρωσσία οἱ εὐγενεῖς δὲν ἀποτελοῦσαν ποτὲ περισσότερο ἀπὸ τὸ 3% τοῦ πληθυσμοῦ, στὴν Πολωνία τὸ ποσοστὸ αὐτὸ ἔφτανε μερικὲς φορὲς τὸ 10% καὶ σὲ ὁρισμένες ἐπαρχίες τὸ 15%. Ὡς ἀποτέλεσμα, μεταξὺ τῶν εὐγενῶν της Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ Πολωνοὶ εὐγενεῖς ἀποτελοῦσαν τὰ 2/3 μετὰ τὸ 1795, τὸ 53% τὸ 1858 καὶ τὸ 40% τὸ 1897. Μετὰ ἀπὸ ἀτελείωτους πολέμους καὶ διαμάχες μεταξὺ τῶν εὐγενῶν, τὸ Βασίλειο τῆς Πολωνίας, τὸ ὁποῖο εἶχε λάβει τὴν μέγιστη δυνατὴ αὐτονομία στὸ πλαίσιο τῆς αὐτοκρατορίας Ρομανώφ, γνώρισε μία περίοδο εὐημερίας καὶ ταχείας ἀνάπτυξης τὸ 1815 – 1830. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου, ὁ πληθυσμός του αὐξήθηκε ἀπὸ 2,7 σὲ 4 ἑκατομμύρια καὶ τῆς Βαρσοβίας ἀπὸ 80 χιλιάδες σὲ 150 χιλιάδες.
Οἱ ἀρχὲς τῆς Ἁγίας Πετρούπολης εὐνόησαν τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐκπαίδευσης στὰ πολωνικά. Τὸ μεγαλύτερο πανεπιστήμιο στὴν Ρωσσικὴ Αὐτοκρατορία στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ἦταν τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βίλνα, τὸ ὁποῖο δίδασκε κυρίως στὰ πολωνικά. Ἐκεῖ σπούδασε ὁ μεγαλύτερος Πολωνὸς ποιητὴς Ἄνταμ Μιτσκιέβιτς. Τὸ 1816 ἄνοιξε τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βαρσοβίας στὴν πρωτεύουσα τοῦ Βασιλείου τῆς Πολωνίας. Ἀκόμα καὶ ὅταν ἡ πολωνικὴ πολιτικὴ τῆς Αὐτοκρατορίας αὐστηροποιήθηκε καὶ τὸ Βασίλειο τῆς Πολωνίας μετονομάστηκε σὲ περιοχὴ τῆς Πριγκιπονήσου, οἰκονομικὰ τὰ πολωνικὰ ἐδάφη τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας συνέχισαν νὰ ἀναπτύσσονται μὲ ἐπιτυχία. Ἡ βιομηχανία ἀναπτύχθηκε ραγδαία – γιὰ παράδειγμα, τὸ Λὸτζ μετατράπηκε ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριὸ σὲ μία τεράστια πόλη λόγω τῆς ἀνάπτυξης τῆς κλωστοϋφαντουργίας. Ἀπὸ τὸ 1815 ἕως τὸ 1915 ὁ πληθυσμὸς ἐδῶ αὐξήθηκε 600 (!) φορές, φτάνοντας τὶς 600 χιλιάδες.
Ὁ πληθυσμὸς τῆς Βαρσοβίας ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερος τὸ 1914 ὅπου ἦταν τότε μία σύγχρονη εὐρωπαϊκὴ πόλη μὲ ἀνεπτυγμένη ὑποδομή. “Ὑπεύθυνος” γι’ αὐτὸ ἦταν ὁ Ρῶσσος στρατηγὸς Σοκρὰτ Ἰβάνοβιτς Σταρινκιέβιτς, ὁ ἐπὶ μακρὸν δήμαρχος τῆς Βαρσοβίας ἀπὸ τὸ 1875 ἕως τὸ 1892. Κατάφερε νὰ διαλύσῃ τὸν μύθο ποὺ ἦταν δημοφιλὴς στὴν πολωνικὴ ἀριστοκρατία ὅτι οἱ Πολωνοὶ ἦταν πιὸ καλλιεργημένοι ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Ρωσσικὴ Αὐτοκρατορία. Ὁ Σταρινκιέβιτς ἔφερε τὸν ἐκσυγχρονισμὸ στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο στοὺς κατοίκους τῆς Βαρσοβίας. Στὴν μεγάλη πόλη, ὅπου ἀκόμη καὶ τὴν δεκαετία τοῦ 1870 δὲν ὑπῆρχε σύγχρονη ὕδρευση καὶ ἀποχέτευση, ἄρχισαν μεγαλεπήβολες κατασκευές.
Μέχρι τὸ 1890, στὴν Βαρσοβία εἶχαν τοποθετηθεῖ σχεδὸν 107 χιλιόμετρα ἀγωγῶν ὕδρευσης καὶ εἶχαν κατασκευασθεῖ περισσότερο ἀπὸ 42 χιλιόμετρα ἀποχετευτικῶν σηράγγων. Ἐμφανίστηκαν σύγχρονες ἐγκαταστάσεις ἐπεξεργασίας λυμάτων, ἕνας πύργος νεροῦ, μία ὑποδομὴ ὑδροληψίας στὸν Βιστούλα, ἱππήλατα τρὰμ καὶ χιλιάδες λαμπτῆρες δρόμων. Τὰ ἔργα ἐπιβλέπονταν προσωπικὰ ἀπὸ τὸν δήμαρχο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν κατασκευὴ ἔργων ἀποχέτευσης καὶ ὕδρευσης τῆς πόλης τῆς Βαρσοβίας. Ὁ ἴδιος ὁ Ρῶσσος αὐτοκράτορας Ἀλέξανδρος Γ′ συμμετεῖχε προσωπικὰ στὴν χρηματοδότηση αὐτοῦ τοῦ πολὺ δαπανηροῦ ἔργου.
Ὡστόσο, ἡ πολωνικὴ κοινωνία, ἡ ὁποία δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ὀνειρεύεται τὴν ἀνάκτηση τῶν χαμένων ἐδαφῶν της, ἔστρεψε τὴν αἰχμὴ τοῦ δόρατος τοῦ ἐθνικισμοῦ της κατὰ τῆς Ρωσσίας. Καὶ δὲν ἦταν μόνο ἐπειδὴ μετὰ τὴν ἧττα τοῦ Ναπολέοντα, στὶς κατακτήσεις τοῦ ὁποίου οἱ Πολωνοὶ εἶχαν ἐναποθέσει μεγάλες ἐλπίδες, ἔχασαν τὴν κρατική τους ὑπόσταση. Ναί, γιὰ σχεδὸν ἕναν αἰώνα τὰ πρώην σύνορα ποὺ χώριζαν Ρώσσους καὶ Πολωνούς, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἐθνικῶν, ἐξαφανίστηκαν. Ἀλλὰ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια συνέχισαν νὰ ὑπάρχουν, τὰ ὁποῖα ἐξηγοῦνταν ἀπὸ βαθιὲς ἱστορικὲς διεργασίες.
Ἤδη ἀπὸ τὸν 16ο αἰώνα, ἡ πολωνικὴ ἀριστοκρατία, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε ἀριθμητικὴ μειονότητα, θεωροῦσε ὅτι οἱ ὑψηλόβαθμοι Πολωνοὶ εὐγενεῖς ἀποτελοῦσαν ξεχωριστὸ καὶ μοναδικὸ ἔθνος. Ὑποτίθεται ὅτι προέρχονταν ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο λαὸ τῶν Σαρματῶν καὶ διέφεραν ἀπὸ τοὺς “κοινοὺς Σλαύους” καὶ τοὺς Λιθουανούς. Αὐτὸς ὁ μύθος ἦταν βαθιὰ ριζωμένος στὴν πολωνικὴ ἐθνικὴ συνείδηση καὶ ἀποτέλεσε τὴν βάση γιὰ τὸν πολωνικὸ μεσσιανισμὸ τῶν μέσων τοῦ 19ου αἰώνα. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ δόγμα, ἡ Πολωνία ἐκλαμβανόταν ὡς “ὁ Ἰησοῦς, ποὺ κλήθηκε νὰ σώσῃ καὶ νὰ ἑνώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς” – δηλαδὴ τὰ ἄλλα ἔθνη τῆς Εὐρώπης, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἄνταμ Μιτσκιέβιτς στὸ διάσημο ποίημά του Προπάτορες δ.
Αὐτὸς εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἰδέα τῆς σλαυικῆς ἐθνικῆς ἑνοποίησης στὴν βάση τῆς ἐθνικῆς, πολιτιστικῆς καὶ γλωσσικῆς ὁμοιότητας δὲν ὑλοποιήθηκε ποτὲ στὴν πράξη. Ἡ προσέγγιση πρὶν ἀπὸ τὴν πιθανὴ γερμανικὴ ἀπειλὴ δὲν πραγματοποιήθηκε σὲ κανένα ἀπὸ τὰ σλαυικὰ συνέδρια - στὴν Πράγα τὸ 1848 καὶ τὸ 1908, καθὼς καὶ στὴν Σόφια τὸ 1910. Ὅπως ἔγραψε ὁ πολωνικῆς καταγωγῆς Ἄγγλος μυθιστοριογράφος Τζόσεφ Κόνραντ, γεννημένος ὡς Γιόζεφ Κορζενιόφσκι, στὴν συλλογὴ τοῦ 1921 Σημειώσεις γιὰ τὴν Ζωὴ καὶ τὰ Γράμματα: «Δὲν ὑπάρχει τόσο μῖσος μεταξὺ τοῦ Πολωνισμοῦ καὶ τοῦ Σλαυισμοῦ ὅσο πλήρης καὶ ἀξεδιάλυτη ἀσυμβατότητα».
Ἡ ἰδέα τῆς σλαυικῆς ἑνότητας ἐρχόταν σὲ ἔντονη ἀντίθεση μὲ τὴν αἴσθηση ἀποκλειστικότητας καὶ ἀνωτερότητας ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ βασανίζῃ τὸ πολωνικὸ ἔθνος. Ἕνας Πολωνὸς μετανάστης ἀπὸ τὴν ἐπαρχία τοῦ Κιέβου, ὁ Φραντσὶσκ Ντουχίνσκι, ὁ ὁποῖος τὸ 1858 – 1860 δημοσίευσε στὸ Παρίσι ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο Θεμέλια της ἱστορίας τῆς Πολωνίας, ἄλλων σλαυικῶν χωρῶν καὶ τῆς Μόσχας, διακρίθηκε ἰδιαίτερα σὲ αὐτὸ τὸ πεδίο. Ἡ ρωσσοφοβία φέρεται ἐδῶ σὲ ἀκραῖο βαθμό: πολλὰ συμπεράσματα τοῦ δαιμονισμένου συγγραφέα συνάδουν μὲ τὸ παραλήρημα τῶν ἰδεολόγων τῆς ναζιστικῆς Γερμανίας. Τοὺς Μεγαλορῶσσους ὁ Ντουχίνσκι στὴν “τουρανικὴ θεωρία” του προτίμησε νὰ τοὺς ἀποκαλῇ ἀποκλειστικὰ “Μοσχαλίτες”, οἱ ὁποῖοι διαφέρουν ριζικὰ ἀπὸ τοὺς Ἄριους Πολωνοὺς ἀπὸ φυλετικὴ ἄποψη. Δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ σλαυικὸ στοὺς “Μοσχαλίτες”, τοὺς φορεῖς τοῦ ἀσιατισμοῦ καὶ τοὺς ἀρχικοὺς ἐχθροὺς τῶν Πολωνῶν· ἀκόμη καὶ ἡ γλῶσσα τους δὲν εἶναι σλαυικὴ καὶ ὁ τόπος αὐτοῦ τοῦ λαοῦ εἶναι ἀποκλειστικὰ στὴν Ἀσία. Γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, αὐτὴ ἡ “θεωρία”, ἡ ὁποία δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἐπιστήμη, θεωρήθηκε ὡς τὸ παραλήρημα ἑνὸς ριζοσπάστη μετανάστη, ἀλλὰ τὸν 21ο αἰώνα, οἱ ἀπόψεις τοῦ Ντουχίνσκι ἔχουν ἀποκτήσει πολλοὺς ὀπαδούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἐντὸς τῶν σύγχρονων ἀρχῶν στὴν Βαρσοβία καὶ τὸ Κίεβο.
Οἱ φανταστικοὶ πόνοι γιὰ τὸ παλιὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἀποτυχημένη αὐτοκρατορία προκάλεσαν ἀνεπιτυχεῖς πολωνικὲς ἐξεγέρσεις τὸ 1830 – 1831 καὶ τὸ 1863 – 1864. Παρὰ τὴν ἀποτυχία τους, στὸ γύρισμα τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰώνα ἄρχισαν νὰ διαδίδονται στοὺς πολωνικοὺς πολιτικοὺς κύκλους οἱ ἰδέες γιὰ τὴν ἀναβίωση τῆς Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας μὲ τὴν μορφὴ “ἀπὸ θάλασσα σὲ θάλασσα” (ἀπὸ τὴν Βαλτικὴ ἕως τὴν Μαύρη Θάλασσα). Ἡ κατάσταση ἐπιδεινώθηκε ἀπότομα μετὰ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1918, ὅταν, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῆς κατάρρευσης τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας, προέκυψε ἕνα κυρίαρχο πολωνικὸ κράτος – ἡ Δεύτερη Πολωνο-Λιθουανικὴ Κοινοπολιτεία. Ἡ περίοδος αὐτὴ εἶναι πολὺ ἐνδεικτικὴ τῆς σύγχρονης Πολωνίας.
Τὰ κράτη μας εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ξεκινήσουν τὶς σχέσεις μεταξύ τους μὲ μία καθαρὴ ἀρχή, ὅπως μαρτυροῦν ἀμερόληπτα τὰ ἔγγραφα τοῦ Ἀρχείου Ἐξωτερικῆς Πολιτικῆς τῆς Ρωσσικῆς Ὁμοσπονδίας. Ἡ Σοβιετικὴ Κυβέρνηση, ἀμέσως μετὰ τὸν σχηματισμό της, ἄρχισε νὰ ὑποστηρίζῃ μὲ συνέπεια τὴν χορήγηση ἀνεξαρτησίας στὴν Πολωνία. Στὶς 29 Αὐγούστου 1918 τὸ Συμβούλιο τῶν Λαϊκῶν Ἐπιτρόπων τῆς Ρωσσικῆς Σοβιετικῆς Ὁμοσπονδιακῆς Σοσιαλιστικῆς Δημοκρατίας ἐξέδωσε διάταγμα ποὺ ἀνέφερε: «Ὅλες οἱ συνθῆκες καὶ οἱ πράξεις ποὺ συνῆψε ἡ κυβέρνηση τῆς πρώην Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας μὲ τὶς κυβερνήσεις τοῦ Βασιλείου τῆς Πρωσσίας καὶ τῆς Αὐστροουγγρικῆς Αὐτοκρατορίας σχετικὰ μὲ τὸν διαμελισμὸ τῆς Πολωνίας, λόγω τῆς ἀντίθεσής τους στὴν ἀρχὴ τῆς αὐτοδιάθεσης τῶν ἐθνῶν καὶ στὴν ἐπαναστατικὴ νομικὴ συνείδηση τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία ἀναγνώριζε τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα τοῦ πολωνικοῦ λαοῦ στὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὴν ἑνότητα, ἀκυρώνονται μὲ τὸ παρὸν ἀμετάκλητα» 7.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ Μπολσεβίκοι ἔκαναν αὐτὸ τὸ βῆμα γιὰ νὰ προωθήσουν τὶς διευθετήσεις μὲ τὴν Γερμανία καὶ τοὺς συμμάχους της ποὺ ξεκίνησαν μὲ τὴν Εἰρήνη τοῦ Μπρέστ. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τότε, ὅταν κατέστη σαφὲς ὅτι οἱ Γερμανοὶ καὶ οἱ Αὐστροούγγροι θὰ ἔχαναν ἀναπόφευκτα τὸν Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο, τὸ Συμβούλιο τῶν Λαϊκῶν Ἐπιτροπῶν δὲν ἄλλαξε τὴν θέση του καὶ ἤδη στὶς 29 Ὀκτωβρίου 1918, δηλαδὴ πρὶν ἀκόμη ἡ Πολωνία κηρύξει τὴν ἀνεξαρτησία της, ἀπευθύνθηκε στοὺς Πολωνοὺς μὲ πρόταση γιὰ τὴν ἐγκαθίδρυση διπλωματικῶν σχέσεων 8. Ἡ θέση αὐτὴ ἐρχόταν σὲ ἔντονη ἀντίθεση μὲ τὴν σκληρὴ γραμμὴ τοῦ κινήματος τῶν Λευκῶν, τὸ ὁποῖο ἦταν ὑπὲρ μίας "ἑνιαίας καὶ ἀδιαίρετης Ρωσσίας", ποὺ θὰ συμπεριλάμβανε τὰ πολωνικὰ ἐδάφη μὲ τὴν Βαρσοβία. Κοιτάζοντας μπροστά, σημειώνουμε ὅτι τὰ γεγονότα τοῦ 21ου αἰώνα ἀπέδειξαν τελικὰ τὴν ἱστορική τους ὀρθότητα. Ἡ μεγαλομανία καὶ τὸ ἐμμονικὸ σύμπλεγμα τοῦ χαμένου τῆς Πολωνίας εἶναι συνέπεια τῆς ἀποχώρησής της ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ρωσσία.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς ἀποκατάστασης τῆς κρατικῆς ὀντότητας τὸν Νοέμβριο τοῦ 1918, οἱ πολωνικὲς ἀρχὲς ἀκολούθησαν σαφὴ πορεία σύγκρουσης μὲ τὴν Ρωσσία, ὅποια κι ἂν ἦταν ἡ ἐξουσία ἐκεῖ. Ἡ Ἀντάντ, νικήτρια στὸν παγκόσμιο πόλεμο, συμφώνησε στὴν δημιουργία ἑνὸς ἀνεξάρτητου πολωνικοῦ κράτους, ἀλλὰ οἱ Πολωνοὶ ἔπρεπε νὰ ἀποκτήσουν τὰ σύνορά του μὲ στρατιωτικὴ βία γιὰ σχεδὸν τρία χρόνια. Ὁ φιλόδοξος Γιόζεφ Πιλσοῦντσκι, ὁ ὁποῖος ἔγινε προσωρινὸς ἐπικεφαλῆς τοῦ κράτους, ἐξαπέλυσε στρατιωτικὲς ἐνέργειες ἐναντίον ὅλων σχεδὸν τῶν γειτόνων του. Ὅμως θεωροῦσε τὴν Ρωσσία τὸν κύριο ἐχθρό του ἀπὸ τὴν ἐπαναστατικὴ σοσιαλιστική του νεότητα. Τὸ 1904, μὲ τὸ ξέσπασμα τοῦ Ρωσσο-ἰαπωνικοῦ Πολέμου, ὁ Πιλσοῦντσκι ταξίδεψε ἀκόμη καὶ στὸ Τόκιο, προσπαθώντας χωρὶς ἰδιαίτερη ἐπιτυχία νὰ παρακινήσῃ τὶς ἰαπωνικὲς μυστικὲς ὑπηρεσίες σὲ κοινὲς ἀντιρωσσικὲς δράσεις.
Ἡ Βαρσοβία ἀπέρριψε τὴν σοβιετικὴ πρόταση γιὰ τὴν ἐγκαθίδρυση διπλωματικῶν σχέσεων, παρὰ τὶς ἐπανειλημμένες ἐκκλήσεις τοῦ Λαϊκοῦ Κομισιριάτου τῆς ΕΣΣΔ, τὸ ὁποῖο ἀνέφερε σὲ σημειώματα τῆς 28ης Νοεμβρίου, τῆς 12ης, 15ης καὶ 23ης Δεκεμβρίου 1918 καὶ τῆς 7ης Ἰανουαρίου 1919 τὴν ἀνάγκη γιὰ “συνεχὴ ἐπαφή” μεταξὺ τῶν δυὸ κυβερνήσεων γιὰ τὴν ἐπίλυση πρακτικῶν ζητημάτων. Συγκεκριμένα, ἀφοροῦσαν τὸν ἐπαναπατρισμὸ ἑκατοντάδων χιλιάδων Πολωνῶν προσφύγων. Ταυτόχρονα, ὁ Πιλσοῦντσκι ἦταν σταθερὰ προσανατολισμένος πρὸς τὴν στρατιωτικὴ ἀποδυνάμωση τοῦ ἀνατολικοῦ γείτονά του, ἐπιδιώκοντας νὰ ἀπωθήσῃ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο τὰ σύνορά του καὶ νὰ καταλάβῃ τὶς “Κρέσι” ε – τὰ ἐδάφη τῆς Λευκορωσσίας, τῆς Οὐκρανίας καὶ τῆς Λιθουανίας, τὰ ὁποία μέχρι τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα ἀποτελοῦσαν μέρος τῆς Πολωνο-Λιθουανικῆς Κοινοπολιτείας. Οἱ πιὸ ἔνθερμοι Πολωνοὶ ἐπικεφαλῆς ὀνειρεύονταν ἐπίσης τὸ Σμολένσκ, προσπαθώντας νὰ ἀποκηρύξουν τὴν “Αἰώνια εἰρήνη” μὲ τὴν Ρωσσία ποὺ εἶχε ὑπογράψει ὁ Γιὰν Σομπιέσκι τὸ 1686.
Ἀξίζει νὰ τονισθῇ ὅτι τὸ 1918 – 1919 ἡ σοβιετικὴ κυβέρνηση, λόγω τῆς θέσης της, δὲν ἐπεδίωξε νὰ καταλάβῃ οὔτε μία ἀπὸ τὶς περιοχὲς τοῦ Βασιλείου τῆς Πολωνίας. Μεταξὺ τῶν ἐδαφῶν ποὺ οἱ Μπολσεβίκοι ἀμφισβήτησαν μὲ τοὺς Πολωνοὺς τὸ 1919, δὲν ὑπῆρχε ἐπίσης οὔτε μία διοικητικὴ μονάδα ὅπου οἱ Πολωνοὶ νὰ ἐπικρατοῦσαν ὡς ἐθνικὴ πλειοψηφία, μετὰ τὴν ἀπογραφὴ τοῦ 1897 στὴν Ρωσσικὴ Αὐτοκρατορία. Ὁ κύριος ἐμπνευστὴς τῆς στρατιωτικῆς δράσης τὸ 1919 κατὰ τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ στὰ σύνορα Λιθουανίας-Λευκορωσσίας ἦταν ἡ Βαρσοβία. Μέχρι τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ 1919, περίπου ἡ μισὴ Λευκορωσσία, μαζὶ μὲ τὸ Μίνσκ, ἦταν ὑπὸ τὸν ἔλεγχό της. Οἱ εἰρηνευτικὲς πρωτοβουλίες τῆς σοβιετικῆς πλευρᾶς θεωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Πιλσοῦντσκι ὡς ἐκδήλωση ἀδυναμίας ἢ ὡς τακτικοὶ διπλωματικοὶ ἑλιγμοὶ ποὺ δὲν ἦταν ἀξιόπιστοι.
Ὁ Πιλσοῦντσκι συνειδητοποιοῦσε πολὺ καλὰ ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτύχῃ σὲ ἕναν μεγάλο πόλεμο ἐναντίον τῆς Σοβιετικῆς Ρωσσίας, ἡ ὁποία εἶχε ἐξαντληθεῖ ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς σημερινῆς «συλλογικῆς Δύσης» καὶ κυρίως ἡ Γαλλία προσφέρθηκαν ἐθελοντικὰ νὰ βοηθήσουν τὴν Πολωνία ἐδῶ. Ἤδη στὶς 12 Ἀπριλίου 1919, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς γαλλικῆς στρατιωτικῆς ἀποστολῆς στὴν Βαρσοβία, στρατηγὸς Πῶλ Προσπὲρ Ἀνρί, ἔφθασε στὴν Βαρσοβία πρὸς μεγάλη χαρὰ τοῦ πλήθους. Ἡ ἀρχικὴ ἀποστολὴ ἀποτελοῦταν ἀπὸ 97 Γάλλους στρατηγοὺς καὶ ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐπιφορτισμένοι μὲ τὴν ὀργάνωση τοῦ πολωνικοῦ στρατοῦ καὶ τὴν ἐκπαίδευση τοῦ προσωπικοῦ του.
Στὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς Βαρσοβίας, στὸ παλάτι Ποτότσκι, στεγαζόταν ἡ βρετανικὴ στρατιωτικὴ ἀποστολή, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν στρατηγὸ τῆς Νότιας Ἀφρικῆς Λουὶς Μπότα. Μέχρι τὰ τέλη Ἀπριλίου τοῦ 1920 τὸ Παρίσι εἶχε παραδώσει στὴν Βαρσοβία 2.000 πυροβόλα ὄπλα, 3.000 πολυβόλα, 560.000 τυφέκια καὶ ἄλλον στρατιωτικὸ ἐξοπλισμὸ καὶ ὄπλα, καθὼς καὶ πυρομαχικά, στολὲς καὶ ἐξάρτυση 9. Σὲ σχετικὰ σύντομο χρονικὸ διάστημα, οἱ Πολωνοί, μὲ τὴν βοήθεια τῆς Δύσης, κατάφεραν μέχρι τὴν ἄνοιξη τοῦ 1920 νὰ δημιουργήσουν ἕναν καλὰ ἐφοδιασμένο καὶ ἐξοπλισμένο, ἑτοιμοπόλεμο τακτικὸ στρατὸ 740.000 ἀνδρῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκπαιδευτεῖ ἰδεολογικὰ στὸ πνεῦμα τοῦ σφοδροῦ πολωνικοῦ σωβινισμοῦ.
Τὸ σχέδιο τῆς πολωνικῆς ἐπίθεσης κατὰ τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ τὸ 1920 ἐκπονήθηκε ἀπὸ Γάλλους στρατιωτικοὺς συμβούλους 10. Σύμφωνα μὲ αὐτό, ἡ πολωνικὴ ἐπίθεση ἐπρόκειτο νὰ ὑποστηριχθῇ ἀπὸ τὸν στρατὸ τῆς Λευκῆς Φρουρᾶς τοῦ Πιὸτρ Βράνγκελ μὲ ἕνα χτύπημα ἀπὸ τὴν Κριμαία. Ἀλλὰ ἀγεφύρωτες ἀντιθέσεις μεταξὺ τοῦ Πιλσοῦντσκι καὶ τοῦ Λευκοῦ Κινήματος ἀναίρεσαν αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ σχεδίου. Οἱ Πολωνοὶ εἶχαν πολὺ μεγαλύτερη ἐπιτυχία στὴν οὐκρανικὴ κατεύθυνση. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1920, ὁ Πιλσοῦντσκι ἀνάγκασε τὸν Σίμωνα Πετλιοῦρα, τὸν ὁποῖο οἱ ἀρχὲς τοῦ Κιέβου ἀνακήρυξαν ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς οὐκρανοὺς "ἥρωες", νὰ ὑπογράψει μία συνθήκη γιὰ κοινὲς δράσεις ἐναντίον τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ. Φυσικά, ὁ Πετλιοῦρα, ἕνας πρώην ὑπάλληλος καὶ λογιστῆς τῆς Μόσχας, δὲν ἦταν ἥρωας. Ταυτόχρονα, ἔγινε εὐτυχῶς ἕνας ἀνίσχυρος κατώτερος ἑταῖρος τῆς Βαρσοβίας. Βάσει τῆς συμφωνίας μὲ τὸν Πιλσοῦντσκι, ὁ διευθυντὴς ὑπὸ τὴν ἡγεσία του παραχώρησε στὴν Πολωνία τὴν Ἀνατολικὴ Γαλικία, τὴν Δυτικὴ Βολχύνια, ἕνα μέρος τῆς Πολωνίας, παρεῖχε στοὺς Πολωνοὺς τοὺς στρατιῶτες του ὡς τροφὴ γιὰ τὰ κανόνια καὶ προμήθευε τὸν πολωνικὸ στρατὸ μὲ τρόφιμα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ