Τῆς Ἀσιάτιδος Μούσης ἐρασταί….

 

Tὸ κείμενο εἶναι τοῦ Θεοδώρου Χατζηπανταζῆ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ φυλλάδιο τοῦ δισκίου «Τῆς Ἀσιάτιδος Μούσης Ἐρασταί… τραγούδια ἀπὸ τὸ Καφὲ Ἀμάν», ποὺ κυκλοφόρησε τὸ 2003.


«Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά,
πῶς ἡ ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Εἶναι χυμένη ἀπὸ τὴ μουσική σας
καὶ πάει μὲ τὰ δικά σας τὰ φτερά…»

Ὅταν, στὰ 1912, ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς ἔγραφε τοὺς παραπάνω φημισμένους στίχους του, σὰν ἕνα εἶδος πανηγυρικῆς ὁμολογίας καὶ διακήρυξης πίστης στὴ φυσικὴ ψυχικὴ ροπή τοῦ Ἕλληνα πρὸς τὴ διαφορετικὴ ἀπὸ τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης μουσικὴ παράδοση τῶν χωρῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου, ὁ θεσμὸς τοῦ Καφὲ Ἀμὰν εἶχε ἤδη στὴν πατρίδα μας μίαν ἱστορία μισοῦ περίπου αἰώνα. Ἡ ἱστορία αὐτὴ βέβαια, κάθε ἄλλο, παρὰ εἰρηνική καὶ γαλήνια, θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ. Ἦταν περισσότερο ἕνα πολυτάραχο χρονικὸ διενέξεων καὶ συγκρούσεων, ἡρωικῶν ἐπελάσεων καὶ στρατηγικῶν ὀπισθοχωρήσεων, θριάμβων καὶ καταστροφῶν. Κι οὔτε θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυριστῇ, ὅτι ἦταν ὁρατὴ ἡ κατάληξή της, στὰ χρόνια ἐκεῖνα τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων, καθώς τῆς ἔμελε ἀκόμη νὰ διανύσῃ ἄλλες τόσες δεκαετίες ἀναμετρήσεων καὶ προστριβῶν…

Ἄν θελήσουμε νὰ ἐξετάσουμε τὰ πράγματα σὲ κάποιο μεγαλύτερο βάθος, θὰ ἀναγνωρίσουμε, χωρίς μεγάλη δυσκολία, πὼς οὐσιαστικά ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία τοῦ περιλάλητου “ἐξευρωπαϊσμοῦ” τῶν ἑλληνικῶν μαζῶν ἤ ὀρθότερα, μὲ τὴν ἱστορία τῆς ἀντίστασης ποὺ πρόβαλαν οἱ μάζες αὐτὲς στὴ συστηματική καὶ βίαιη ἐπιχείρηση ἀναμόρφωσης τοῦ παραδοσιακοῦ πολιτισμικοῦ τους χαρακτῆρα. Στὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 19ου καὶ τὶς πρῶτες τοῦ 20ου αἰώνα, τὸ Καφέ Ἀμάν στάθηκε, μαζὶ μὲ τὴν προλεταριακὴ τέχνη τοῦ Καραγκιόζη, τὸ πιὸ ἀνθεκτικὸ ἀνάχωμα, τὸ ἰσχυρότερο προπύργιο, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀνατολίτικης ρίζας τοῦ ἐγχώριου λαϊκοῦ πολιτισμοῦ.

Kafe Aman zografiki 

Στὶς δικές μας μέρες, ποὺ ἡ ἔκβαση τῆς ἀναμέτρησης ἔχει πλέον κριθεῖ ὁριστικὰ κι ἀμετάκλητα, στὴν ἐποχή μας, ποὺ τὰ ψυχαγωγικὰ προϊόντα τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας (δορυφορικῶν καὶ ἐπίγειων) τείνουν νὰ ἐξαφανίσουν τὶς πολιτισμικὲς ἰδαιτερότητες ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς οἰκουμένης κι ἔχουν περίπου καταφέρει νὰ ἰσοπεδώσουν τὶς ἔννοιες Δύση καὶ Ανατολή, θὰ πρέπει νὰ θεωρήσουμε σὰν ἕνα εἶδος ἀνέλπιστου θαύματος τὴ συγκέντρωση στὸ στούντιο ἠχογράφησης μίας μικρῆς παρέας μουσικῶν, ἱκανῶν νὰ ἀρθρώσουν ἀκόμη τοὺς αὐθεντικοὺς φθόγγους μίας παράδοσης ποὺ βυθίζεται μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα στὰ σκοτεινὰ λαγούμια τῆς Ἱστορίας.

Τὰ πρῶτα Καφέ Ἀμάν ἐμφανίστηκαν στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο στὶς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1870, σὰν συνειδητὴ ἀντίδραση στὴν ἐλαφρῶς πρωιμότερη εἰσβολὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Καφὲ Σαντάν. Μιλᾶμε γιὰ μίαν Ἑλλάδα μικροσκοπικὴ καὶ ληθαργική, ἐνάμιση μόλις ἐκατομμυρίου κατοίκων, γιὰ μίαν Ἑλλάδα τῆς ὁποίας τὰ πρὸς Βορρᾶ σύνορα ἔφταναν μέχρι τὸν Δομοκό καὶ τὸν Ἀμβρακικό, ἐνῷ πρὸς τὰ ἀνατολικά καὶ νότια δὲν πήγαιναν πέρα ἀπὸ τὰ Κύθηρα καὶ τὶς Κυκλάδες. Μιλᾶμε γιὰ μίαν Ἀθήνα ἑξήντα χιλιάδων κατοίκων, ἀμάθητη στὸ σαματὰ τῶν νυχτερινῶν δημόσιων διασκεδάσεων, μίαν Ἀθήνα ποὺ σκανδαλιζόταν ἀπὸ τὰ ζωηρά τραγουδάκια καὶ τὶς τολμηρές κινήσεις τῶν ἐλάχιστων Ἰταλίδων, Γαλλίδων καὶ Γερμανίδων καλλιτέχνιδων τοῦ πάλκου, ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ περιλαμβάνουν στοὺς χάρτες τῶν περιοδειῶν τους – ἀνάμεσα στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴ Σμύρνη καὶ τὴν Πόλη – τὸ εἰδυλλιακό ἀκόμη τότε λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ.

Συγκεκριμένα, τὰ πρῶτα εὐρωπαϊκά Καφέ Σαντάν ἐμφανίστηκαν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1871 στοὺς ἐξοχικούς κήπους τῆς ὄχθης τοῦ Ἰλισσοῦ ποταμοῦ, ἀνάμεσα στοὺς πρόποδες τοῦ Ἀρδητοῦ καὶ στὶς στῆλες τοῦ Ὀλυμπίου Διός, φέρνοντας μίαν ἀληθινή ἐπανάσταση στὰ ἤθη τῶν κατοίκων τῆς πρωτεύουσας, ἀποδεσμεύοντας χειμάρρους καταπιεσμένου ὡς τότε ἐρωτικοῦ οἴστρου καὶ προκαλώντας ἀντίστοιχες θύελλες διαμαρτυριῶν στοὺς συντηρητικότερους κύκλους. τὸν μεθεπόμενο χρόνο, σὲ μίαν ἀκόμη ἐρημικότερη καὶ ἀπόμακρη περιοχή τῆς πόλης, στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδας, στὴν ἀρχή τῆς Ἱερᾶς Ὁδοῦ, ἦρθε ἡ ἀπάντηση στὴν εὐρωπαϊκή πρόκληση, μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ πρώτου Καφέ Ἀμάν. τὸ καλοκαίρι τοῦ 1873, δηλαδή, ὁ ἐπιχειρηματίας ἑνός μοναχικοῦ ἐξοχικοῦ κέντρου τῆς περιοχῆς (“Πανανθῶν” ἦταν τὸ ὄνομά του) μετακάλεσε ἀπὸ τὴ Σμύρνη μία κομπανία φεσοφόρων Ἑλλήνων μουσικῶν, πού, μὲ τὰ σαντούρια, τὰ βιολιά καὶ τοὺς ἀμανέδες τους, ἀνάλαβαν νὰ φέρουν μία ἐντελῶς διαφορετική πνοή στὴ νυχτερινή ζωή τῆς χώρας.

Στὶς ἑπόμενες δεκαετίες, ἡ ἀντιπαράθεση τοῦ Καφέ Ἀμάν καὶ τοῦ Καφέ Σαντάν θὰ γίνει τὸ κεντρικό γεγονός στὴν ψυχαγωγία τοῦ ντόπιου πληθυσμοῦ, ὄχι μόνο στὴν πρωτεύουσα ἀλλά καὶ σὲ ὁλόκληρη τη χώρα. Ἀβέβαια ἰσορροπημένο πάνω στὴ συνοριακή γραμμή Εὐρώπης καὶ Ἀσίας, τὸ μικρό ἔθνος τῶν Ἑλλήνων ταλαντεύεται ἀσταμάτητα ἀνάμεσα στὰ ἰδανικά τῆς Δύσης καὶ τῆς Ἀνατολῆς, πασχίζοντας ἐναγωνίως νὰ καταλήξει σὲ κάποια δημιουργική σύνθεσή τους.

Ἡ ἀπόσπαση τοῦ νοτιότερου ἄκρου τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου ἀπὸ τὴν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία καὶ ἡ ἵδρυση τοῦ μικροσκοπικοῦ βασιλείου τὸ 1830, μὲ ἄμεση παρέμβαση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ἔγειρε ἀποφασιστικά, σὲ μία πρώτη φάση, τὴν πλάστιγγα πρὸς τὴν πλευρά τῶν Εὐρωπαίων. Οἱ βράκες καὶ τὰ φέσια τῶν πρωτεργατῶν τοῦ Ἀγώνα ἀρχίζουν νὰ ἐξαφανίζονται μὲ ραγδαῖο ρυθμό στὰ χρόνια του Ὄθωνα, γιὰ νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ βελάδες κι ἡμίψηλα καπέλα. Ὁ ζουρνάς καὶ τὸ νταούλι τῶν λαϊκῶν πανηγυριῶν βρίσκει τώρα σοβαρό ἀνταγωνιστὴ στὶς στρατιωτικές μπάντες τῶν Βαυαρῶν, ποὺ παιανίζουν στὶς δημόσιες πλατεῖες μελωδίες ἀπὸ ἰταλικές ὄπερες, γιὰ νὰ διαπλάσουν τὴν εὐαισθησία τῶν πολιτῶν…

σὲ κάποια ἐπιμέρους ζητήματα, ἡ σύνθεση μοιάζει ἐφικτὴ καὶ ἐπικείμενη, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ κλαρίνου, ποὺ οἱ λαϊκοί καλλιτέχνες ἀπόσπασαν ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκή ὀρχήστρα, γιὰ νὰ τὸ καταστήσουν ἕνα ἀπὸ τὰ ἐκφραστικότερα ὄργανα τῆς δικῆς τους μουσικῆς παράδοσης. Κατὰ κανόνα ὅμως, τὸ χάσμα ἀνάμεσα στοὺς δυό κόσμους παραμένει ἀγεφύρωτο, μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τους νὰ ἀτενίζουν χωρίς κατανόηση καὶ συμπάθεια τὸ ἀντίπαλο στρατόπεδο, ἀπὸ τὶς δυό ἀντικριστές ὄχθες. Μέσα στὶς αἴθουσες καὶ στοὺς κήπους τοῦ Καφέ Ἀμάν, ἡ ἀνατολίτικη συνείδηση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ (αὐτὸ ποὺ μάθαμε νὰ ὀνομάζουμε “ρωμαίικο” καὶ “ρωμιοσύνη”) ἀνασυντάσσει τὶς δυνάμεις της καὶ συσπειρῶνει τοὺς ὀπαδούς της, ὕστερα ἀπὸ ἀρκετές δεκαετίες ἄτακτης ὑποχώρησης καὶ φυγῆς κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ 19ου αἰώνα.

Kafe Aman3Ἡ δεκαετία τοῦ 1880 βρίσκει τοὺς ἀρχιτραγουδιστές της Σμύρνης καὶ τῆς Πόλης, τοὺς θρυλικούς “χανεντέδες”, θριαμβευτικά θρονιασμένους στὶς κεντρικές πλατεῖες της ἑλληνικῆς πρωτεύουσας καὶ τῶν ἐπαρχιακῶν πόλεων, ὄχι μόνο νὰ προσελκύουν κάθε βράδυ πολλές δεκάδες χιλιάδες κοινοῦ ἀλλά καὶ νὰ ὑποστηρίζονται πλέον δημόσια ἀπὸ τὰ πιό προοδευτικά στοιχεῖα τῆς ντόπιας διανόησης.

«Ἐξομολογοῦμαι τὴν μουσικήν μου ἀμάθειαν», ἔγραφε τὸ 1883 μία ἀπὸ τὶς ἡγετικές μορφές τῶν ποιητῶν της νέας γενιᾶς, ὁ Γεώργιος Δροσίνης, «ἀλλά οὐδενός μουσικοῦ συνθέτου τὴν ἁρμονικήν γλώσσαν ἐννοῶ καὶ αἰσθάνομαι τόσον, ὅσον τάς ἡδυπαθεῖς, τάς μαλθακάς ἐκείνας ἀνατολικάς μελωδίας, αἴτινες μονοτονίας κελαρύζουσαι ἐπί τῶν γλυκύτατων φωνῶν τῆς ἕκτης καὶ ἕβδομης θέσεως τοῦ βιολιοῦ, φαίνονται ὡς ὑποδηλοῦσαι ὅλα τὰ ἀπόρρητα τῶν ἀσιατικῶν σεραγίων: τοὺς ἐρωτικούς στεναγμούς, τὰ γλυκύτατα σερμπέτια, τὰ περιπαθῆ δάκρυα, τάς εὐώδεις καπνοσύριγγας καὶ τὰ μεθυστικά φιλήματα τῶν Οὐρί…»

Ἀλλά κι οἱ ἐκπρόσωποι παλιότερων καὶ πολύ συντηρητικότερων γενεῶν, κάποιοι γερμανοθρεμένοι καὶ πλήρως ἐνταγμένοι στὸ εὐρωπαϊκό κατεστημένο τῆς χώρας λόγιοι, σὰν τὸν Ἄγγελο Βλάχο, ἀνακαλύπτουν τώρα ξαφνικά, μέσα στοὺς κήπους τῶν Καφέ Ἀμάν, τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τῆς πατρογονικῆς κληρονομιᾶς τους ποὺ εἶχαν μάταια προσπαθήσει ν’ ἀπαρνηθοῦν. καὶ ἐκφράζουν τὴν ἔκπληξή τους γιὰ τὴν ἀνακάλυψη αὐτή, σὲ μία γλώσσα ἐντελῶς ἀταίριαστη μὲ τὸ ἀντικείμενο τῆς συζήτησης, σὲ μίαν ἀγκυλωμένη καθαρεύουσα ποὺ ὑπογραμμίζει πολύ παραστατικά τὸ διχασμό τῆς ψυχῆς τους:

«μὲ συγκινεῖ πολλάκις ἡ ἀνατολική μελωδία μέχρι τῶν μυχῶν τῆς καρδιᾶς μου. Ἡ μονότονος ἐκείνη, ἡ κατ’ ἐλασσόνα τρόπον (minore) ἀδιακόπως φερομένη, ἀλλ’ ἐντέχνως ὅμως ποικιλλομένη διά τρομώδους λαρυγγισμοῦ μουσική φράσις, μοῦ προξενεῖ ἀνέκφραστον τίνα, ἀλλά γλυκεία βαρυθυμίαν… Αὐτὸ μοί συνέβη προχθές, ὄτε ἤκουσα τὴν Εἰρήνην ψάλλουσαν… »

Ἡ Εἰρήνη πάντως, ποὺ μὲ τὴν παθιασμένη φωνή της κατάφερε νὰ παρακάμψει τὸ σκληρό κολάρο τοῦ Ἀγγέλου Βλάχου καὶ νὰ βρεῖ μονοπάτια πρὸς τὰ βαθύτερα φύλλα τῆς καρδιᾶς του, δὲν ἀνῆκε στὰ κορυφαῖα ἀστέρια τῆς χρυσῆς ἐποχῆς τοῦ Καφέ Ἀμάν. τὴν ψηλότερη θέση ἀνάμεσά τους τὴν διεκδικοῦσαν μὲ πεῖσμα, στὰ κεντρικά στέκια τῆς Ἀθήνας (στὸ περιβολάκι τοῦ Γερανιοῦ, στὸ σταθμό τοῦ σιδηροδρόμου Ἀθηνῶν – Λαυρίου, πίσω ἀπὸ τὴν Ὁμόνοια, στὶς στῆλες τοῦ Ὀλυμπίου Διός καὶ στὶς πλατεῖες Κουμουνδούρου καὶ Ἁγίου Φιλίππου) δυό μυθικῆς αἴγλης τραγουδίστριες, ἡ Πολίτισσα Φωτεινή καὶ ἡ Σμυρνιά Κατίγκω – ἤ Κιόρ Κατίνα ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν μὲ δέος οἱ θαυμαστές της, ἐπειδή τῆς ἔλειπε τὸ ἀριστερό μάτι.

«Η φωνή τῆς Κατίγκως εἶναι ἡ καμπάνα τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἐνῶ τῆς Φῶτος εἶναι ἡ καμπάνα τῆς Ρώσικης Ἐκκλησίας», ἔλεγαν οἱ εἰδήμονες τῆς ἐποχῆς, προσπαθώντας νὰ προσδιορίσουν μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὰ διαφορετικά προσόντα τῆς κάθε μίας ἀπὸ τὶς δυό. Ἡ χανεντέ Φωτεινή εἶναι ἐκείνη πού, μὲ τὴν “ἀνδρική φωνή της”, ἔθεσε σὲ κυκλοφορία, γιὰ πρώτη φορά τὸ 1886, τὸν θρυλικό Μέμο, τὸ τουρκόφωνο τραγούδι ποὺ γιὰ πολλά χρόνια θὰ παραμείνει ἡ δημοφιλέστερη ἐπιτυχία στὸν χῶρο αὐτόν.

Kafe Aman4Ὁ τουρκόφωνος ἀμανές ὅμως ἀποτελοῦσε ἕνα μικρό μέρος τοῦ ρεπερτορίου τοῦ Καφέ Ἀμάν. στὸ πάλκο του συναντιοῦνται, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, τὰ τραγούδια ὅλων σχεδόν τῶν συγγενικῶν λαϊκῶν παραδόσεων τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου, ἀπὸ τὰ ἐγχώρια κλέφτικα κι ἠπειρώτικα δημοτικά, ὡς τοὺς ἀράπικους χορούς, κι ἀπὸ τὰ βλάχικα καὶ τὰ γκέκικα, ὡς τὰ ζεϊμπέκικα καὶ τὰ τσιφτετέλια… ἀπὸ δημοσίευμα τοῦ 1884, μαθαίνουμε π.χ., πώς στὸ κέντρο “Ὁμόνοια” τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ Ἰσραηλίτης ἐπιχειρηματίας Ἀντώνιος Ζαρδῶν εἶχε ἐγκαταστήσει ἑλληνοτουρκική κομπανία, πού, ἀνάμεσα στὰ ὑπόλοιπα τραγούδια της, ἔψαλλε μὲ μεγάλη ἐπιτυχία καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο.

Ἐνῶ, τὴν ἴδια περίπου ἐποχή, στὰ Καφέ Ἀμάν τοῦ Μεσολογγίου, ἡ «ἐξ Ἰωαννίνων ἀφικομένη γόησσα Κοῦλα ψάλλει μὲ περιπάθειαν ραγίζουσαν καρδίας, τὸ τραγούδι τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ καὶ τὰ Γιαννιώτικα». Κι ἀνάλογα μηνύματα φτάνουν ἀπὸ κάθε γωνιά τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου: ἀπὸ τὴ Χαλκίδα καὶ τὴ Λειβαδιά, ἀπὸ τὸ Νησάκι τῆς Ἐρμούπολης καὶ τὰ Ψηλά Ἁλώνια τῆς Πάτρας, ὅπου χορεύει θεαματικό τσάμικο καὶ τραγουδᾶ ἡ ξανθιά καλλονή Εὐθαλία καὶ «εἰς τὸ ἄσμα της τὸ ἀνατολικόν, τὸ περιπαθές, ὡς ἐάν ξανοίγει ἄλλος κόσμος ἀπολύτου εὐτυχίας, ὡς ἐάν ἀνατέλλει ἀνέφελος αὐγή νέων ἡμερῶν… »

τὸ Καφέ Ἀμάν θὰ χάσει τελικά τὴν ὑποστήριξη τῶν μεσαίων καὶ ἀνώτερων κοινωνικῶν στρωμάτων, ὕστερα ἀπὸ τὴν πρώτη δεκαετία τοῦ 20ου αἰώνα, ὅταν, μὲ τὴν περιλάλητη “ἀνορθωτική” πολιτική τοῦ Ἐλευθέριου Βενιζέλου καὶ μὲ τὴν ἐξόρμηση τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων, θὰ ἐγκαινιασθεῖ ἡ νέα μεγάλη περίοδος ἀστικῆς ἀνάπτυξης κι ἐξευρωπαϊσμοῦ τῆς χώρας. Ἡ λέξη “ἀμανές” γίνεται στὰ χρόνια αὐτὰ ὑβριστικός χαρακτηρισμός καταδίκης ἑνός πολύ μεγάλου μέρους τῆς ἐγχώριας μουσικῆς παράδοσης, στὰ χείλη τῆς νέας ἡγετικῆς τάξης, ποὺ ἔχει ὡς ἰδανικό της τὶς γεμάτες εὔθυμες ταραντέλες καὶ πεταχτὰ βαλσάκια ὀπερέτες τοῦ Θεόφραστου Σακελλαρίδη.

Ἡ μοναχική φωνή τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ συναντᾶ τώρα μεγάλη δυσκολία νὰ γίνει ἀκουστή, κάτω ἀπὸ τὸν χαζοχαρούμενο αὐτὸν σαματά, καθώς ἔρχεται νὰ ὑπερασπιστεῖ, ἄλλη μία φορᾶ, τὸν ἑλληνικό ἀμανέ : «Βλέπω ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, νὰ ἀναφέρονται εἰς τὴν δημοσιότητα μὲ ἀπόχρωση καταφρονήσεως ὑπερτάτης, ὡς βάρβαροι καὶ ως ἄξιοι νὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ προσώπου γῆς οἱ “ἀμανέδες” καὶ οἱ “θρηνώδεις γόοι” τῶν δημοτικῶν μας μελωδιῶν. Δηλαδή στοιχεῖα ἀπὸ τὰ μᾶλλον χαρακτηριστικά της λαϊκῆς ἐθνικῆς ψυχῆς, ἀδιάφορον ἀπὸ ποὺ ἐπήγασαν ταῦτα, ἄν ἀπὸ τὸ Τουρκεστᾶν ἤ ἀπὸ τὸ Ἰνδοστᾶν, ἄν μας ἔρχονται κατευθείαν ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς σκλαβιᾶς, ἤ ἀπὸ τὰ χορικά της ἀρχαίας τραγωδίας… Ἡ τέχνη εἶναι ἀπόλαυσις καὶ χαρά, ἀκόμη καὶ ὁσάκις πονεῖ καὶ θρηνεῖ καὶ μὲ τοὺς γόους της καὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς περιφρονημένους ἀμανέδες της».

Τελικά βέβαια, ἡ ἐκστρατεία κατὰ τοῦ ἀμανέ, ποὺ θὰ ἐξαπολυθεῖ στὰ χρόνια τῶν Βαλκανικῶν καὶ τοῦ Α′ Παγκοσμίου Πολέμου, κάθε ἄλλο, παρά τὸν ἀφανισμό τοῦ Καφέ Ἀμάν θὰ ἐπιφέρει. Αὐτὸ ποὺ θὰ ἐπιβάλει εἶναι ἁπλῶς ἡ πλήρης ταξική περιθωριοποίησή του, ἡ ὁριστική ἔνταξή του στὸ χῶρο τῆς μή ἀξιοπρεποῦς καὶ μή ἀποδεκτῆς ἀπὸ τὴν ἐξελιγμένη ἀστική εὐαισθησία λαϊκῆς ψυχαγωγίας. τὰ στεγασμένα καὶ ὑπαίθρια κέντρα μὲ “μουσική ἀλά τούρκα” θὰ περιοριστοῦν σὲ περιοχές μὲ ξεκάθαρο λαϊκό στίγμα, στὴν ἀγορά τῶν τροφίμων καὶ στὸ λιμάνι, στοὺς ἐργατικούς καὶ προσφυγικούς συνοικισμούς, ποὺ θὰ ἀρχίσουν νὰ ἀναπτύσονται στὶς παρυφές τοῦ ἐξευρωπαϊσμένου κέντρου, ὕστερα ἀπὸ τὴ Μικρασιατική Καταστροφή. Αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι ὁ ὄγκος τῆς πελατείας τους καὶ ἡ γενικότερη ἐπιρροή τους θὰ περιοριστεῖ αἰσθητά. τὸ ἀντίθετο μάλιστα! Καθώς θὰ γίνουν, μαζί μὲ τὸν Καραγκιόζη, τὰ μοναδικά πλέον καταφύγια τῆς ὑπό διωγμόν ἐγχώριας ἀνατολίτικης παράδοσης, θὰ καλλιεργοῦν ἕνα φανατισμό καὶ μία ἔντονη νοσταλγία, ἐνδεχομένως ἄγνωστη σὲ παλιότερες ἐποχές.

Οἱ σχετικές μαρτυρίες ποὺ ἀνακαλύπτουμε στὶς ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικά τῶν χρόνων τοῦ μεσοπολέμου εἶναι ἰδιαίτερα διαφωτιστικές. Ὅταν π.χ., τὸν Ἰούνιο τοῦ 1930, θὰ ἀνοίξουν γιὰ πρώτη φορᾶ δυό ὑπαίθρια Καφέ Ἀμάν στὶς Τζιτζιφιές, προκαλῶντας ἀληθινό συλλαλητήριο πελατῶν καὶ “τζαμπατζήδων”, θὰ παρατηρηθεῖ ἕνα μοναδικό στὰ χρονικά της πρωτεύουσας φαινόμενο. Οἱ τραμβαγέριδες τῆς γραμμῆς τοῦ Νέου Φαλήρου θὰ ἀκινητοποιοῦν γιὰ πολύ ὥρα τὰ ἁμάξια τους ἔξω ἀπὸ τὶς μάντρες τῶν νυχτερινῶν κέντρων, ὥστε οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ἐπιβάτες τους νὰ μποροῦν νὰ ἀπολαμβάνουν μὲ τὴν ἡσυχία τους, σὰν ἀπὸ θεωρεῖο, κάποιες κοσμαγάπητες ἐπιτυχίες τῶν ἡμερῶν, σὰν τὸ “Ἀμάν Ντόχτορ” καὶ τὸ “Μανάκι μου”.

τὸ τελευταῖο Καφέ Ἀμάν τῆς Ἀθήνας, ἡ Χαβάνα τῆς ὁδοῦ Λυκούργου, ἔκλεισε λίγα χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, τὸ 1947, ἐνῶ σὲ κάποιες ἐπαρχιακές πόλεις τὰ ἀνάλογα μαγαζιά διατηρήθηκαν γιὰ λίγο καιρό ἀκόμη. τὸ τέλος τοῦ θεσμοῦ πάντως δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, οὔτε βίαιο, οὔτε ξαφνικό, καθώς ἡ παράδοσή του ἀπορροφήθηκε καὶ μετασχηματίστηκε σταδιακά στὸ πάλκο τῶν μπουζουκτσίδικων, ποὺ ἀρχίζουν νὰ πολλαπλασιάζονται στὰ χρόνια αὐτὰ μὲ ταχύ ρυθμό.

Κατὰ τὴν ἐποχή τῆς ἀκμῆς τοῦ Καφέ Ἀμάν, τὰ κεντρικά ὄργανα τῆς ὀρχήστρας του ἦταν πάντα τὸ βιολί καὶ τὸ σαντούρι, συνεπικουρούμενα, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνατότητες τῆς κομπανίας καὶ τὶς περιστάσεις, ἀπὸ τὸ λαοῦτο, τὸ κλαρίνο καὶ τὰ ντέφια. Ὅλον τὸν ἴδιο καιρό, τὸ μπουζούκι παρέμενε ἕνα ὄργανο μή ἐπαγγελματικό, νὰ συνοδεύει τὴν αὐτοσχέδια μουσική ἔκφραση ὁρισμένων πολύ συγκεκριμένων κύκλων τῶν λαϊκῶν στρωμάτων. Ὅταν τελικά τὸ μπουζούκι θὰ ἀνεβεῖ στὸ ἐπαγγελματικό πάλκο τῶν κέντρων τῆς νυχτερινῆς διασκέδασης καὶ θὰ ἀποκτήσει τοὺς δικούς του μεγάλους δεξιοτέχνες, παραμερίζοντας τοὺς σαντουριέρηδες καὶ τοὺς βιολιτζῆδες τοῦ Καφέ Ἀμάν, θὰ ἐγκαινιαστεῖ καὶ μία καινούργια φάση στὴ μακροχρόνια προσπάθεια τῶν ἑλληνικῶν μαζῶν, νὰ κρατήσουν ζωντανή, μέσα ἀπὸ νέα συνθετικά σχήματα, τὴ μεγάλη ἀνατολίτικη μουσική τους παράδοση.

 

Θεόδωρος Χατζηπανταζῆς

Ὁ Θεόδωρος Χατζηπανταζῆς εἶναι ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου «Ἡ ἀκμή τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Καφέ Ἀμάν στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Γεωργίου τοῦ Α′. Συμβολή στὴ μελέτη τῆς προϊστορίας τοῦ ρεμπέτικου». Ἐκδ. Στιγμή, 1986


Tὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ τὸ φυλλάδιο τοῦ δισκίου «Τῆς Ἀσιάτιδος Μούσης Ἐρασταί… τραγούδια ἀπὸ τὸ Καφέ Ἀμάν», ποὺ κυκλοφόρησε τὸ 2003:

Kafe Aman5

 

Τα Καφέ Αμάν αποτελούσαν τόπο αρμονικής συνύπαρξης μιας σειράς μουσικών ιδιωμάτων της Ανατολικής Μεσογείου. Στο πάλκο του συναντιούνται, από τη πρώτη στιγμή, τα τραγούδια όλων σχεδόν των συγγενικών λαϊκών παραδόσεων της Ανατολικής Μεσογείου, από τα εγχώρια κλέφτικα και ηπειρώτικα δημοτικά, ως τους αράπικους χορούς, κι από τα βλάχικα και τα γκέκικα, ως τα ζεϊμπέκικα, τα τσιφτετέλια και τους αμανάδες… Σε αντίθεση με τα Καφέ Σαντάν, εξέφραζαν τη μουσική συνάφεια των ελλήνων με τις μουσικές της Ανατολής. Η Μαριώ, η Λιζέτα Καλημέρη και μια μικρή ομάδα μουσικών κατορθώνουν να αρθρώσουν τους αυθεντικούς ήχους μιας γνήσιας λαϊκής παράδοσης που εξαφανίζεται μαζί με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του περιθωρίου.

 Kafe Aman2

 

Σχετικὰ ἄρθρα

Κάθε ἡμέρα εἶναι Ἀσούρα, κάθε γῆ Καρμπάλα
Κάθε ἡμέρα εἶναι Ἀσούρα, κάθε γῆ Καρμπάλα Αὐτὴ ἡ φράση, εἶναι καλῶς γνωστό ὅτι ἐμπεριέχει καὶ ἐκφράζει τὴν οὐσία τοῦ Σιιτι...
Σημεῖα τοῦ ἐπερχόμενου πολέμου
Σημεῖα τοῦ ἐπερχόμενου πολέμου Στὶς 15 Δεκεμβρίου, ὥρα Μόσχας 11:20 πμ ἔλαβε χώρα μιὰ συνομιλία Πούτιν – Ξί, ὅπ...
Ἐν μέσῳ καταιγίδος….
Ἐν μέσῳ καταιγίδος…. Δὲν ὑπάρχουν καταληκτικῶς πολλὲς ἀναγνώσεις σὲ ὅλο αὐτὸ ποὺ συμβαίνει γύρω μας, ...
Ἡ ὁμιλία τοῦ Σαγὶντ Χασάν Νασραλλάχ, γ.γ. τῆς Χεζμπολλάχ τοῦ Λιβάνου γιὰ τὸν πόλ...
Ἡ ὁμιλία τοῦ Σαγὶντ Χασάν Νασραλλάχ, γ.γ. τῆς Χεζμπολλάχ τοῦ Λιβάνου γιὰ τὸν πόλ... Στὶς 3 Νοεμβρίου καὶ τοπικὴ ὥρα 15:00 στὴν Βηρυτό τοῦ Λιβάνου μεταδόθηκε ἡ πολυα...