Τὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ τὴν πραγματεία τῆς Θεοδώρας Γιαννίτση, «Οἱ Ἕλληνες στὴν ἱστορία τῆς Ρωσσίας» (Μόσχα, 2020). Ἡ ἀναδημοσίευση ἔγινε μὲ ἄδεια τῆς συγγραφέως. Ὁ πολυτονισμὸς ἔγινε ἀπὸ ἐμᾶς.
Εἶναι δύσκολο νὰ ὑπερεκτιμηθεῖ τὸ μέγεθος, ἡ δυναμική, τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια στὴν κοινὴ ἱστορία τῶν δύο κόσμων μας, ἡ ἀπαρχὴ τῆς ὁποίας, ἱστορικά, πολιτισμικὰ ἀλλὰ καὶ γεωγραφικά μας παραπέμπει στὴν μυθολογία (9ος ἆθλος τοῦ Ἡρακλῆ, Θησέας, Τελαμῶνας, ζώνη Ἰππολύτης, Προμηθέας Δεσμώτης, Ἰάσων καὶ Ἀργοναυτικὴ Ἐκστρατεία), καὶ συνεχίζει μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἀκόμη.
Ἡ δημιουργία ἑλληνικῶν πόλεων-κρατῶν σὲ ὅλη τὴν Παρευξείνια Ζώνη τῶν Ἑλλήνων στὸν Εὔξεινο Πόντο ἀρχίζει μετὰ τὸν Τρωικὸ πόλεμο τὸ 1100 π.Χ. Ἡ Σινώπη (785 π.Χ), πατρίδα τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου Διογένη, τοῦ κωμικοῦ ποιητῆ Διφίλου καὶ τοῦ ἱστορικοῦ Βάτωνα, ἦταν ἡ πρώτη ἀποικία τῆς Μιλήτου στὸν Εὔξεινο Πόντο τὸ 786 π.Χ. καὶ ὡς ἕδρα ἐμπορίου, ἔγινε πολὺ σύντομα ἕνα ἀξιόλογο λιμάνι μὲ πολυάριθμο στόλο καὶ ἰσχύ. Ἀκολούθησαν ἡ Τραπεζούντα (756 π.Χ), ἡ Κερασούντα (700 π.Χ), ἡ Ἀμισὸς (Σαμψούντα, 600 π.Χ), ἡ Ὀδησσός, ὁ Βαθὺς Λιμένας (Βατοῦμ), ἡ Διοσκούρια (Σοχοῦμι), ἡ Πιτιούντα, ἡ Ἀρχαιόπολις (Νοκολακέβι), τὰ Κοτύωρα (Ὀρντοῦ), ἡ Τρίπολη, ἡ Ἀμάσεια, ἡ Ἰωνόπολη (Ἰνέμπολη), ἡ Χερσόνησος, τὸ Παντικάπαιον καὶ ἄλλες.
Ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα καὶ μετά, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἐμπορικῶν ταξιδιῶν τῶν σκανδιναυικῶν λαῶν πρὸς τὸ Βυζάντιο μέσῳ τῶν ρωσσικῶν πόλεων, γνωστῶν ὡς «πορεῖες ἀπὸ τοὺς Βαράγγους στοὺς Ἕλληνες» καὶ μὲ τὸν ἀσπασμὸ τῶν Ρῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο – καταλυτικὸ σημεῖο στὴν ἱστορία καὶ στὴν πορεία τῶν δυὸ αὐτῶν κόσμων – ἡ ἱστορική, πολιτισμική, πνευματικὴ κοινότητά μας ἐνισχύεται μὲ ἀδιάλειπτους δεσμούς.
Γνωστὲς εἶναι οἱ μορφὲς τοῦ Φωτίου τοῦ Μονεμβασιώτη, τὰ ἄμφια τοῦ ὁποίου κοσμοῦν τὴ συλλογὴ τοῦ Μουσείου τῶν Ὅπλων τοῦ Κρεμλίνου, τοῦ ἁγιογράφου Θεοφάνους τοῦ Ἕλληνα / τοῦ Γραικοῦ καὶ τοῦ Ἀρσένιου Ἐλασσῶνος, Τρίκαλα 1550 – Σούζνταλ (Ρωσσία) 1625.
Ὁ Ἀρσένιος συνόδευσε τὸν πατριάρχη Ἱερεμία τὸ 1588 στὴν Ρωσσία γιὰ τὴν καθίδρυση πατριαρχείου. Προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν Ρῶσσο ἐπίσκοπο Γεδεώνα καὶ μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ πατριάρχη Ἱερεμία ὁ Ἀρσένιος ἀνέλαβε τὴν διδασκαλία τῶν Ἑλληνικῶν στὴν νέα σχολὴ τῆς Λβόης, ὅπου δίδαξε ἐπὶ δυὸ ἔτη. Ἔπειτα διορίστηκε ἐπίσκοπος Σουοδολίας. Τὸ 1597 διορίσθηκε ἀρχιεπίσκοπος στὸν Ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ μέσα στὸ Κρεμλίνο. Ὁ ἴδιος τὸ 1613 ἐνθρόνισε τὸν ἱδρυτὴ τῆς δυναστείας τῶν Ρομανὼφ Μιχαὴλ Φιοντόροβιτς.
Ἀξίζει νὰ ἐπισημανθεῖ ἡ ἄφιξη στὴ Μόσχα τὸ 1472 τῆς Σοφίας-Ζωῆς Παλαιολογίνας καὶ ὁ γάμος της μὲ τὸν πρίγκηπα τῆς Μόσχας Ἰβὰν Γ′· ἐπὶ κυβέρνησης δὲ τοῦ γιοῦ τους Βασίλυ Ἰβάνοβιτς ὁ δικέφαλος ἀετὸς καθίσταται οἰκόσημο-ἔμβλημα τοῦ πριγκηπάτου τῆς Μοσχοβίας.
Μἀξιμος ὁ Ἁγιορείτης ἢ Γραικός, ἐπιφανὴς κληρικὸς τοῦ 15ου – 16ου αἰ. Γεννημένος στὴν Ἄρτα περὶ τὸ 1480, σπούδασε σὲ Παρίσι, Φλωρεντία καὶ Βενετία. Κατόπιν πρόσκλησης τοῦ μεγάλου Δοῦκα τῆς Μόσχας Βασίλειου Ἰβάνοβιτς, υἱοῦ τοῦ Ἰβὰν τοῦ Γ′ καὶ τῆς Σοφίας-Ζωῆς Παλαιολογίνας, μετέβη στὴ Μόσχα, ὅπου μετέφρασε στὴν σλαυικὴ πολλὰ θεολογικὰ βιβλία, προέβη σὲ διορθώσεις στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῶν Ρώσσων, καθὼς καὶ συνέγραψε διάφορες πραγματεῖες. Κατηγορηθεῖς ὑπὸ Ρώσσων ὡς αἱρετικὸς καὶ ἐχθρός της δυναστείας, φυλακίσθησε σὲ μοναστῆρι. Ἀποφυλακίσθηκε καὶ ἐξασθενημένος ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ τὸ 1556. Ἀπὸ τὴν ρωσσικὴ ἐκκλησία ἐντάσσεται στὸ Ἁγιολόγιό της.
Ἵδρυση τὸ 1687 στὴ Μόσχα τοῦ πρώτου ἀνώτατου ἐκαιδευτικοῦ ἱδρύματος, τῆς Σλάβο-Ἑλληνο-Λατινικῆς Ἀκαδημίας μὲ πρώτους καθηγητὲς τοὺς Ἕλληνες λογίους ἀδερφοὺς Ἰωαννίκιο καὶ Σωφρόνιο Λειχούδη. Ὁ Ἰωαννίκιος Λειχούδης (Κεφαλλονιὰ 1633 – Μόσχα 1717) κατόπιν πρόσκλησης τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος σκόπευε νὰ ἱδρύσῃ τὴν Ἑλληνολατινοσλαυικὴ Ἀκαδημία, μεταβαίνει στὴν Μόσχα τὸ 1685. Τὸ 1688 τοποθετεῖται πρέσβυς τῆς Ρωσσίας στὴν Βενετία γιὰ περίοδο 3ετίας, λαμβάνοντας ἐντολὴ νὰ ἐπιδιώξῃ πολεμικὴ σύμπραξη ὑπὲρ τῆς Ρωσσίας κατὰ τῆς Τουρκίας.
Ὁ Σωφρόνιος Λειχούδης (Κεφαλλονιὰ 1652 – Μόσχα 1730), κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐν Βενετίᾳ διπλωματικῆς ὑπηρεσίας τοῦ ἀδελφοῦ του, διεξήγαγε στὴν Μόσχα ἀγῶνα κατὰ λατινίζοντων Οὐκρανῶν θεολόγων διὰ τὸ ζήτημα τῆς στιγμῆς τῆς μετουσιώσεως ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ.
Ἀρχικὰ ἡ Ἀκαδημία, ποὺ ὀνομαζόταν Ἑλληνο-Γραικική, λειτουργοῦσε στὶς ἐγκαταστάσεις τῆς Μονῆς Θεοφανείων, στὸ σημεῖο ὅπου τὸν Μάιο τοῦ 2007 στὸ πλαίσιο ἐπίσημης ἐπίσκεψης τοῦ Ἕλληνα προέδρου Παπούλια τοποθετήθηκε μνημεῖο τῶν Ἀδελφῶν Λειχούδη, ἐνῶ ἀργότερα μεταφέρθηκε παρακειμένως στὴν ὁδὸ Νικόλσκαγια στὸ Μοναστῆρι Σωτῆρος (Заиконоспасском монастыре), ὅπου σήμερα βρίσκεται τὸ Κρατικὸ Πανεπιστήμιο Ἀνθρωπιστικῶν Σπουδῶν RGGU (πρώην Ἱστορικό-Ἀρχειακὸ Ἰνστιτοῦτο).
H ὁδὸς Νικόλσκαγια ὀφείλει τὴν ὀνομασία της στὸ Μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 1390, δίπλα ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν Μονὴ τῶν Θεοφανείων. Ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς δώρισε ὡς μετώχιο τῆς Μονῆς Βεντένσκυ (Vedensky) τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἐκτάσεις ποὺ βρίσκονταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἐνῶ ἀργότερα, τὸ 1653, ὁ τσάρος Ἀλεξέι Μιχάιλοβιτς ἐκχώρησε τὸ Μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν Μονὴ Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὅρους ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴν δωρεὰ στὴν Μόσχα ἀντιγράφου τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῶν Ἰβήρων.
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης (Κέρκυρα 1716, Ἁγία Πετρούπολη 1806) ἔγινε τὸ 1771 ἀπὸ τὴν Μεγάλη Αἰκατερίνη αὐτοκρατορικὸς βιβλιοθηκάριος. Τὸ 1775 τὸν προήγαγε σὲ ἀρχιεπίσκοπο Σλαβινίου καὶ Χερσῶνος, παρασημοφορῶντας τον μὲ τὸ ἀνώτατο παράσημο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα.
Ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης (1736 – 1800) ὑπῆρξε ἱεράρχης καὶ διδάσκαλος τοῦ Γένους. Τὸ 1779 διεδέχθη τὸν παραιτηθέντα φίλο του Εὐγένιο Βούλγαρη εἰς τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Σλαβινίου καὶ Χερσῶνος, ἐνῶ ἀκολούθως μετετέθη στὴν Ἐπισκοπὴ Ἀστραχὰν καὶ Σταυρουπόλεως.
Ὁ Ἀμβρόσιος ὁ Μοσχονησίων (Πλειανθείδης) σπούδασε στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ Σμύρνης καὶ στὴν ἐν Κιέβῳ Ἀκαδημία. Ὑπηρέτησε ὡς προϊστάμενος ἀρχιμανδρίτης τῶν Ἑλληνικῶν Κοινοτήτων Σεβαστουπόλεως καὶ Θεοδοσίας στὴν Ρωσσία.
Ἤδη οἱ πλέον πρώιμες περιηγητικὲς περιγραφὲς ὁριοθετοῦν μία ἑνιαία παράμετρο καὶ ἀρχή, ἡ ὁποία, ἐκ τῶν προτέρων, ἐξασφαλίζει τὴν σχέση καλοπροαίρετης ἀμοιβαιότητας μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Ρώσσων, τὴν Ὀρθόδοξη, δηλαδή, Πίστη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κοινὸ γνώμονα καὶ πόλο ἕλξης ἀνάμεσα στοὺς δύο λαούς. Κάτι τέτοιο ἀρκετὰ χαρακτηριστικὰ ἐπισημαίνει στὶς περιγραφὲς του ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὸ Κίεβο Βασίλειος Μπάρσκι, ὁ ὁποῖος τὴν περίοδο 1723 – 1747 πραγματοποιεῖ περιήγηση στοὺς Ἅγιους Τόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ ἑλληνικὸς κόσμος μὲ τὰ πολυάριθμα μοναστήρια καὶ ἐκκλησίες του.
Τὸν Μπάρσκι καταπλήσσει ἡ ἰδιαίτερα θερμὴ ὑποδοχή, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς ἀντιμετωπίζει παντοῦ τοὺς Ρώσσους περιηγητές, στοὺς ὁποίους βλέπει ὁμόδοξους ἀδερφούς. Ὅταν ὁ Μπάρσκι, μὲ τοὺς συντρόφους του, βρεθεῖ χωρὶς πόρους γιὰ ἐπιβίωση στὴν Κέρκυρα, ὁ τοπικὸς κλῆρος θὰ βοηθήσει νὰ τοῦ ἐκδοθεῖ εἰδικὴ ἄδεια, οὕτως ὥστε «αὐτοὶ οἱ περίεργοι περιηγητὲς ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Ρώσσων» νὰ ἔχουν δικαίωμα νὰ ζητοῦν ἐλεημοσύνη, συνοδείᾳ τοῦ Ἱερομόναχου Ἀθανάσιου. Ὅταν δὲ οἱ Ρώσσοι ὁδοιπόροι, ἀφοῦ συνέλεξαν ἐλεημοσύνη καὶ ἡ εἴδηση γιὰ τὴν ἄφιξή τους στὸ νησὶ γίνεται γνωστή, οἱ ντόπιοι κάτοικοι ἀνταγωνίζονται μεταξύ τους ποιὸς πρῶτος θὰ καλέσει τοὺς περιηγητὲς στὴν οἰκία του 1.
Μεταφερόμενοι στὴν νεότερη ἐποχή, ἐντοπίζουμε ὅτι ἡ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἱστορία τῆς Ρωσσίας εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἱστορία καὶ πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου:
• Ρωσσο-Τουρκικοὶ πόλεμοι τοῦ 18ου αἰῶνα (1768 – 1774, 1788 – 1791), δραστήρια συμμετοχὴ τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ σὲ αὐτοὺς στὸ πλευρὸ τῶν ρωσσικῶν στρατευμάτων καὶ στόλου,
• Ναυμαχία Τσεσμὲ τὸ 1770, ὅταν ὁ ρωσσικὸς στόλος ἐξολόθρεψε τὸν τουρκικὸ πλησίον τῆς Χίου,
• Κυβερνεῖο τοῦ Ἀρχιπελάγους τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης, ὅταν τὴν περίοδο 1771 – 1775 31 νησιὰ τοῦ Αἰγαίου Πελάγους βρίσκονταν ὑπὸ τὴν προστασία τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας,
• μεταναστευτικὸ κῦμα Ἑλλήνων πρὸς τὴν Ρωσσία (ἰδίως μετὰ τὴν προσάρτηση τῆς Κριμαίας στὴν Ρωσσικὴ Αὐτοκρατορία τὸ 1783, ὅταν ἡ ρωσσικὴ ἡγεσία, ἐπιθυμώντας τὴν ἐγκατάσταση στὰ νότια σύνορά της ὀρθόδοξου-ὁμόδοξου πληθυσμοῦ, παραχωρεῖ στοὺς Ἕλληνες ἐκτάσεις γιὰ ἐγκατάσταση, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ στρατιωτικὴ θητεία καὶ φόρους),
• ἵδρυση ἑλληνικῶν κοινοτήτων στὴν Νότια κυρίως Ρωσσία,
• ἵδρυση τὸ 1800 τῆς Ἰονίου Πολιτείας (Ναύαρχος Θεόδωρος Οὐσακόβ) τοῦ πρώτου στὴν ἱστορία ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κρατιδίου,
ρωσσικὴ ἐσκτρατεία στὴν Μεσόγειο ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ ἄγνωστου στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία Ναυάρχου Ντμίτρυ Σενιάβιν,
• ναυμαχίες τοῦ Ἄθωνα καὶ τῶν Δαρδανελλίων τὸν Μάιο καὶ Ἰούνιο τοῦ 1807 ἀντίστοιχα, ὅταν γιὰ πολλοστὴ φορὰ ὁ ρωσσικὸς στόλος ἐξουδετέρωνε τὸν ὀθωμανικὸ στόλο,
• ἵδρυση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας τὸ 1814 στὴν Ὀδησσό, δραστήρια συμμετοχὴ τῆς ρωσσικῆς διπλωματίας στὴν ὑπόθεση λύσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Ζητήματος,
θρυλικὴ Ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1827, ὅταν ὁ ἡνωμένος ἄγγλο-γάλλο-ρωσσικὸς στόλος καταστρέφει τὸν τουρκο-αἰγυπτιακὸ στόλο,
• Ρῶσσο-Τουρκικὸς Πόλεμος 1828 – 1829 (νίκη τῆς Ρωσσίας, Συνθήκη τῆς Ἀνδριανουπόλεως στὶς 14.9.1829, μὲ τὴν ὁποία ἡ Ρωσσία ὑποχρεώνει τὴν Πύλη νὰ παράσχῃ στὴν Ἑλλάδα αὐτονομία καὶ λίγους μῆνες ἀργότερα, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1830 ὑπογράφεται στὸ Λονδίνο ἡ Ἵδρυση τοῦ Ἀνεξάρτητου Ἑλληνικοῦ Κράτους, τὸ Πρωτόκολλο τῆς Ἀνεξαρτησίας)
– αὐτὰ ὅλα ἀποτελοῦν ὁρισμένα μόνο παραδείγματα διασταύρωσης τῆς ἱστορικῆς πορείας τῶν δυὸ ὁμόδοξων λαῶν.
Στὰ ἀπομνημονεύματα τῶν περιηγητῶν γίνονται συχνὲς ἀναφορὲς στὸ ὅτι οἱ Ἕλληνες, ἀρκετὰ συχνά, διαβλέπουν στὴν παρουσία τῶν Ρώσσων τὴν δυνατότητα ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ καταπίεση, στὴν ὁποία τοὺς ἐπιβάλουν οἱ Τοῦρκοι κατακτητές. Ὁ Χμετέφσκι καταγράφει τὸ γεγονός, ὅτι ὁμάδα ἀνώτερου κλήρου τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου στέλνει, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1771, στὴν Μεγάλη Αἰκατερίνη καὶ τὸν Ἀλέξιο Ὀρλώφ, ἐπικεφαλῆς τοῦ ρωσσικοῦ στόλου, ἐπιστολή, στὴν ὁποία τοὺς παρακαλεῖ νὰ ἀναλάβουν τὴν προστασία καὶ εὔνοια «ὅλων τῶν ἐνάρετων χριστιανῶν τῆς ἑλληνικῆς θρησκείας» 2.
Πιὸ σημαντικό, ὅμως, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι παρόμοιες διαθέσεις καταγράφονται ὄχι μόνο στοὺς κόλπους τοῦ ἀνώτερου κλήρου, ὁ ὁποῖος ἦταν, ἀναμφίβολα, μυημένος στὴν πολιτικὴ κατάσταση, στὶς γενικότερες βλέψεις καὶ ἰσορροπίες στὴν περιοχή, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁπλοὺς πιστούς. Ὁ Μπρονέφσκι περιγράφει ἀρκετὰ παραδείγματα, ὅπου ὁ ἁπλὸς λαός, κατὰ τὴν ἄφιξη τοῦ ρωσσικοῦ στόλου, ἀπευθύνεται στοὺς Ρώσσους στρατιῶτες μὲ τὴν παράκληση νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν τουρκικὴ καταπίεση. Ἀναφέρουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Μπρονέφσκι, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἄφιξης τοῦ ρωσσικοῦ στόλου στὴν Ἴμβρο:
«Ὁ κάθε Τοῦρκος ἐπικεφαλῆς τοῦ χωριοῦ ἀπαιτεῖ δωροδοκία. Γιὰ νὰ παρέχῃ ἐλεύθερα τὸ δικαίωμα ἄσκησης θρησκευτικῶν καθηκόντων μερικὲς φορὲς ἀπαιτεῖ, αὐθαίρετα, δωροδοκία. Σὲ περίπτωση ποὺ οἱ Ἕλληνες δὲν τὴν καταβάλουν, δίνει ἐντολὴ νὰ καταστραφῇ ἡ ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ δυστυχία βρῆκε καὶ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Δὲν ξέρω γιὰ ποιὸ λόγο ὁ ἱερέας θεωροῦσε ὅτι, δῆθεν, ἐγὼ ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιτρέψω στοὺς κατοίκους τὴν ἀναστήλωση τῆς ἐκκλησίας. Ὁ ἱερέας στὸν ἐκτενή του λόγο ἐξέφρασε αὐτὴ τὴν παράκληση. … Ἐγὼ ἐξεπλάγην, ἔχοντας, ὅμως, ὕπ’ ὄψιν τὴν πεποίθηση τῆς διοίκησής μας σχετικὰ μὲ τὸ «πόσο εἶναι δυνατὸ νὰ διακείμεθα μὲ ἐπιείκεια ἀπέναντι στοὺς Ἕλληνες» – καὶ θεωρώντας ὅτι ἡ ἄρνησή μου δὲ θὰ γίνει κατανοητὴ (διότι ὄχι μόνο τὸν Ρῶσσο ἀξιωματικό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἁπλὸ στρατιώτη θεωροῦν ὃν πολὺ ἀνώτερό τους), ἔδωσα τὴν συγκατάθεσή μου καὶ ἤμουν ἀναγκασμένος νὰ ἀκολουθήσω τὸ λαό, ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς μὲ πῆγε 3…».
Ἡ λαϊκὴ διπλωματία τῶν Ρώσσων στρατιωτικῶν ἐπέφερε ἀποτελέσματα. Σὲ ὅλες, οὐσιαστικά, τὶς περιοχές, ὅπου ἀφικνεῖται ὁ ρωσσικὸς στόλος, ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς τὸν ὑποδέχονταν μὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμό. Σύμφωνα μὲ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Βλαντίμιρ Μπρονέφσκι, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1807 οἱ Ἕλληνες τῆς Ἴμβρου «μὲ χαρὰ πρότειναν (στὰ ρωσσικὰ στρατεύματα – Σ.τ.Μ.) ὁτιδήποτε ἤθελαν, ἂν καὶ σὲ μικρὲς ποσότητες, χωρὶς νὰ ἀπαιτοῦν ἐξόφληση…», 4 ἐνῶ στὴ Σάμο, λίγο μετὰ τὴν ναυμαχία τῶν Δαρδανελίων, «πλῆθος κόσμου, ἤ, καλύτερα, ὁλόκληρη ἡ πόλη, μᾶς ἀκολουθοῦσε. Στὴν πλατεῖα, κοντὰ στὸ συντριβάνι, κοπέλλες…ἀφήνοντας τὶς στάμνες τους, μᾶς προσέφεραν μπουκέτα μὲ λουλούδια» 5.
Τὰ ἀνωτέρω ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν Ρωσσία, τὸν δὲ ἀγῶνα του γιὰ ἀνεξαρτησία νὰ τὸν συνδέῃ ἄμεσα μὲ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Σενιάβιν καὶ τὴν παρουσία τοῦ ρωσσικοῦ στόλου στὴν Μεσόγειο. Ὁ ἀξιωματικὸς Πάβελ Σβινὶν περιγράφει τὴν ἀντίδραση τῶν κατοίκων τῆς Ὕδρας στὴν ἄφιξη τοῦ ρωσσικοῦ στόλου ως ἑξῆς:
«Ἀμέσως ἔστειλαν ἀντιπροσώπους ἀπὸ τὴν πόλη νὰ συγχαροῦν τὸν Ναύαρχο μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς αἴσιας ἄφιξής τους» ἐνῶ, παράλληλα, δήλωσαν: «ὅλοι οἱ Ἕλληνες, σὲ ὅσους ἀκόμα κυλᾷ ἡ σπίθα τῆς τιμῆς – εἶναι ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴν Ρωσσία» 6.
Ἀρκετὲς τέτοιες περιγραφὲς συναντᾶμε καὶ στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Μπρονέφσκι:
«Μέσα σὲ ἔνθερμα συναισθήματα ζήλου καὶ πίστης ἀπέναντι στὴν Ρωσσία, οἱ Ἕλληνες ὁρκίστηκαν πάλι καὶ πανηγυρικὰ (θριαμβικά) νὰ χύσουν καὶ τὴν τελευταία σταγόνα τοῦ αἵματός τους γιὰ τὴν Ρωσσία 7.
Μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἤδη ἐκλαμβάνει τὴν Ρωσσία ως τὴν δεύτερη πατρίδα του. Σύμφωνα μὲ τὸν Μπρονέφσκι, μετὰ τὴν ναυμαχία τοῦ Ἄθωνα καὶ κατὰ τὴν διεξαγωγὴ εἰρηνευτικῶν διαπραγματεύσεων μὲ τοὺς Τούρκους καὶ τὴν προετοιμασία γιὰ ἐπιστροφὴ τοῦ ρωσσικοῦ στόλου στὴν Κέρκυρα, ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς τῆς Τενέδου διασκορπίστηκε στὰ διάφορα νησιὰ τοῦ Ἀρχιπελάγους, ὅπου δὲν ἐλέγχονταν ἀπὸ Τούρκους (δεδομένου ὅτι μετὰ τὴν πολιορκία τοῦ νησιοῦ, οἱ Τοῦρκοι ξερίζωσαν ὅλα τους τὰ δέντρα καὶ κατέστρεψαν καὶ ὅλα τὰ ἀμπέλια). Παράλληλα πολλοὶ Ἕλληνες «ὁρκίστηκαν πίστη στὴν Ρωσσία (υἱοθέτησαν τὴν ρωσσικὴ ὑπηκοότητα) καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὴν Κέρκυρα, ἀναμένοντας εὐνοϊκὴ εὐκαιρία γιὰ νὰ μεταβοῦν στὴν Ρωσσία» 8.
Ὡστόσο, ἡ πιὸ γλαφυρὴ καὶ ἔντονη περιγραφὴ σχετικὰ μὲ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις μεταξὺ τῶν δυὸ λαῶν, Ἑλλήνων καὶ Ρώσσων, ποὺ ἀναπτύχθησαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τρίτης ἐκστρατείας στὸ Αἰγαῖο καὶ τὴν Μεσόγειο μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ναύαρχο Σενιάβιν, καθὼς καὶ ἀναφορικὰ στὸν ρόλο τοῦ ἴδιου τοῦ Ναυάρχου στὴν ἐνίσχυση αὐτῶν τῶν σχέσεων, εἶναι αὐτὴ ποὺ καταγράφει τὶς σκηνὲς ἀποχαιρετισμοῦ μὲ τὸν ρωσσικὸ στόλο στὴν Κέρκυρα. Νὰ πῶς περιγράφει τὸ γεγονὸς ὁ Σβινίν:
Ἦταν νὰ ἀδύνατο νὰ παρακολουθοῦμε ἀσυγκίνητοι αὐτὴ τὴν συγκινητικὴ σκηνή, πού μας ἐξέπληξε ὅλους, ὅταν … ὁ Ναύαρχος κατευθύνθηκε γιὰ τελευταία φορὰ νὰ προσκυνήσῃ τὰ εὐεργετοῦντα λείψανα τοῦ Ἅγιου Σπυρίδωνα. Ὄχι μόνο οἱ δρόμοι, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ παράθυρα, οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν, ἦταν γεμάτα κόσμο, ποὺ ὑποκλίνονταν καὶ μὲ κάθε τρόπο χαιρετοῦσε τὸν Σενιάβιν. Τὸ πλῆθος ἀκολουθοῦσε τὰ χνάρια μας καὶ μᾶς περίμενε κάθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἀποχαιρετιστήριου γεύματός μας… Τὸ πλῆθος μᾶς συνόδεψε μέχρι τὴν προκυμαία, τὴν ὁποία ἐπίσης βρήκαμε κατάμεστη ἀπὸ κόσμο. Ὅλοι ἤθελαν νὰ ἀποχαιρετήσουν τὸν Σενιάβιν, νὰ τὸν ἀγκαλιάσουν.
Ἐνάρετοι εὐγνώμονες Ἕλληνες, γιὰ ἕνα λεπτὸ ξέχασαν τὸν κίνδυνο ποὺ τοὺς καραδοκεῖ καί, ἀνοίγοντας τὴν καρδιά τους, ἔδειξαν πόσο αὐτοὶ θεωροῦν ὅτι εἶναι ὑπόχρεοι στὸν Σενιάβιν γιὰ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν ἐλευθερία, ποὺ ἔχαιραν καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς διοίκησής του. Ὁ Σενιάβιν δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ἀδιάφορος, δάκρυα κατέκλυσαν τὰ περήφανα μάγουλά του – ἐγὼ ἔκλαιγα σὰν παιδί. Γιὰ πρώτη φορὰ ἀγάπησα μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ τοὺς Κερκυραίους. Γιὰ πρώτη φορὰ αἰσθάνθηκα ὅτι λυποῦμαι ποὺ τοὺς ἀποχωρίζομαι, σὰ νὰ πρόκειται γιὰ κοντινοὺς συγγενεῖς. Μὲ ἀρκετὴ ἱκανοποίηση εἶδα τὴν θλίψη τῶν κατοίκων κατὰ τὸν ἀποχωρισμὸ μὲ τοὺς στρατιῶτες μας.
Ἀποχαιρετοῦνταν σὰ φίλοι, ἔκλαιγαν, διαβεβαίωναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὴν φιλία, τὴν ἀναγνώριση καί, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπικοινωνοῦσαν σὲ μία μετὰ δυσκολίας κατανοητὴ διάλεκτο – οἱ δικοί μας σὲ κακὴ ἰταλικὴ καὶ ἑλληνική, οἱ Κερκυραίοι σὲ ἄσχημη ρωσσική – οἱ διάλογοί τους, πράγματι, ἦταν ἐκφραστικοί. Δὲν ἀποτελεῖ κάτι τέτοιο μεγάλη τιμὴ γιὰ τοὺς στρατιῶτες μας; Τὸ νὰ κατακτᾶς τὶς καρδιὲς εἶναι σημαντικότερο καὶ ἐνδοξότερο ἀπὸ τὸ νὰ κατακτᾶς κράτη 9.
Παρόμοια περιγραφή, ποὺ ξεχυλίζει ἀπὸ τὰ πιὸ ζεστὰ συναισθήματα, ἐντοπίζουμε καὶ στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Μπρονέφσκι:
Ὁ ἀποχαιρετισμὸς τῶν κατοίκων μὲ τοὺς στρατιῶτες μας πιστοποιοῦσε τὴν εἰλικρινὴ λαϊκὴ ἀγάπη ἀπέναντί μας, τὴν ὁποία δὲν δύναται νὰ περιγράψῃ καμμία πέννα. Ὅταν τὰ στρατεύματα σταμάτησαν μπροστὰ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία πρὶν τὸ ταξίδι, κληρικοὶ ἄπ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες, ντυμένοι στὰ μαῦρα, βγῆκαν μὲ σταυροὺς καὶ μὲ ἁγιασμό. Ὁ πρωτοϊερέας, δίνοντας ἁλάτι καὶ ψωμὶ στὴ στρατηγὸ …………, ξεκίνησε νὰ ὁμιλῇ, ἀλλὰ τὸν ἔπιασαν τὰ κλάματα, γέμισε δάκρυα καὶ δὲν μπόρεσε νὰ συνεχίσῃ. Ἤχησαν τὰ τύμπανα, τὰ στρατεύματα ξεκίνησαν καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὴν προκυμαία.
Ὄχι μόνο οἱ δρόμοι, ἡ πλατεῖα, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ παράθυρα, οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν ἦταν κατάμεστες ἀπὸ λαό, ὁ ὁποῖος, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐκφράσῃ τὴν εὐγνωμοσύνη του, ξέχασε προσωρινὰ ὅτι μὲ τὴν εἰλικρίνειά του αὐτὴ ἐξοργίζει τοὺς δυνάστες του [δήλ. τοὺς Γάλλους]. Ἀπὸ τὰ μπαλκόνια ἔπεφταν στοὺς στρατιῶτες λουλούδια, στιγμές-στιγμὲς ἡ θλιβερὴ σιωπὴ κοβόταν ἀπὸ φωνὲς ἀναγνώρισης καὶ εὐγνωμοσύνης. Στὴν προκυμαία, ὅταν οἱ στρατιῶτες ἔμπαιναν στὶς βάρκες [γιὰ νὰ ἐπιβιβαστοῦν στὰ πλοῖα – Σ.τ.Μ.], ὁ καθένας ἀποχαιρετίζονταν μὲ τὸν γνωστό του, εὔχονταν νὰ μὴν ξεχάσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἀγκαλιάζονταν καὶ ἔκλαιγαν …
Ἐγὼ γιὰ πρώτη φορὰ εἶδα καὶ πίστεψα ὅτι οἱ Κερκυραίοι εἶχαν λόγο νὰ ἀγαποῦν τοὺς Ρώσσους, χωρὶς ἐμᾶς ἔμειναν κυριολεκτικὰ ὀρφανοί. Δύναται νὰ εἰπωθεῖ ὅτι οἱ Κερκυραίοι καὶ οἱ Δαλματιανοὶ ἦσαν τὰ ἀγαπημένα τέκνα τῆς Ρωσσίας, τὰ ὁποία ἐμεῖς προφυλάγαμε καὶ θωπεύαμε, χωρὶς νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ αὐτὰ καμμία θυσία 10.
Ἀκριβῶς σὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ἀκριβῶς σὲ αὐτὲς τὶς ἐκφράσεις καὶ συναισθήματα ἰχνηλατοῦμε τὴν οὐσία τῆς ρωσσικῆς ἐκστρατείας στὸ Ἀρχιπέλαγος καὶ τὴν Ἀδριατική. Ἀπελευθερώνοντας τὸν ντόπιο πληθυσμὸ ἀπὸ φορολογικὴ σπάθη, συνδράμοντας στὴν εὐπορία, εὐδαιμονία καὶ ἀνάπτυξή τους, οἱ Ρῶσσοι στρατιωτικοὶ καὶ διπλωμάτες, ὁμόδοξοι ὀρθόδοξοι τῶν Ἑλλήνων, ποὺ διάκεινται ἀπέναντί τους μὲ αἴσθημα συμπόνοιας καὶ σύμπραξης, οὐσιαστικὰ παρεῖχαν προστασία στὸν ἑλληνικὸ πληθυσμό.
Κάτι τέτοιο ἀποτέλεσε λογικὴ ἐξέλιξη, ἔκφραση καὶ ἀπόρροια τῶν μακρόχρονων ἱστορικῶν καὶ πνευματικῶν σχέσεων τῶν δυὸ λαῶν, γεγονὸς ποὺ λειτούργησε ὡς παρακαταθήκη γιὰ τὴν περαιτέρω προσέγγιση καὶ σύμπραξη κατὰ τὶς ἑπόμενες δεκαετίες, ὅταν τίθεται πλέον ὀξὺ τὸ ζήτημα τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων.
Ἡ Θεοδώρα Γιαννίτση εἶναι διευθύντρια τοῦ Κέντρου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, μὲ ἕδρα τὴν Μόσχα. Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν Ἀθήνα, ὅπου σπούδασε στὸ Ἱστορικό-Ἀρχαιολογικὸ Τμῆμα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν. Μετέβη στὴν Μόσχα γιὰ σπουδὲς μὲ ὑποτροφία ἀπὸ τὸν τότε σοβιετικὸ ὀργανισμὸ «Πατρίδα». Τὸ 1995 ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴν Ἱστορικὴ Σχολὴ τοῦ Κρατικοῦ Πανεπιστημίου τῆς Μόσχας «Lomonosov». Ἡ διδακτορική της διατριβὴ στὴν ἴδια σχολὴ μὲ θέμα «Ὁ ἑλληνικός κόσμος στὰ τέλη τοῦ 18ου – ἀρχὲς 20ου αἰῶνα μέσα ἀπό τὶς ρωσσικὲς πηγὲς (ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων)», κυκλοφόρησε ἀργότερα σε βιβλίο (2002, 2005, καὶ τὸ 2017 σὲ δίγλωσση ἔκδοση, Ἑλληνικά-ρωσσικά). Σπούδασε ἐπίσης στὴν Σχολὴ Ὑποκριτικῆς Τέχνης τῆς Ρωσσικῆς Ἀκαδημίας Θεατρικῆς Τέχνης. Ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ Κέντρου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ τὸ 2005 ἔχει ἀναλάβει τὴν διεύθυνση και το συντονισμό του.