ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ: Ὧ Περικλῆ, ἠμπορεῖς νὰ μοῦ ἐξηγήσῃς τὶ εἶναι νόμος;
ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Βεβαιότατα.
Α: Ἐξήγησέ μου λοιπόν, δι’ ὄνομα τῶν θεῶν, ἐπειδὴ ἐγῶ ἀκούων νὰ ἐπαινοῦνται μερικοί, ὅτι εἶναι ἄνθρωποι νομιμόφρονες νομίζω ὅτι δὲν πρέπει νὰ λάβῃ τοῦτον τὸν ἔπαινον δικαίως ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἠξεύρει τὶ εἶναι νόμος.
Π: Ἀλλὰ διόλου δύσκολον πρᾶγμα δὲν ἐπιθυμεῖς, ὧ Ἀλκιβιάδη, μὲ τὸ νὰ θέλῃς νὰ μάθῃς τὶ εἶναι νόμος. Διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι νόμοι, τὰ ὁποῖα τὸ πλῆθος, ἀφοῦ συνήλθε καὶ ἐπεδοκίμασε, τὰ ἐνομοθέτησε ὁρίζον τὶ πρέπει νὰ κάμνῃ κανεὶς καὶ τὶ δὲν πρέπει.
Α: Ποῖον ἐκ τῶν δύο, ἐπειδὴ ἐνόμισεν ὅτι πρέπει νὰ κάμνῃ κανεὶς τὰ καλὰ ἢ τὰ κακά; Π: Τὰ καλά, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ὧ μειράκιον, καὶ ὄχι τὰ κακά.
Α: Ἐὰν ὅμως ὄχι τὸ πλῆθος, ἀλλά, καθὼς ὅπου ὑπάρχει ὀλιγαρχία, ὀλίγοι συνελθόντες νομοθετήσουν τὶ πρέπει νὰ κάμνῃ κανείς, ταῦτα τὶ εἶναι;
Π: Πάντα, ὅσα οἱ κατέχοντες τὴν πολιτικὴν ἐξουσίαν σκεφθέντες τὶ πρέπει νὰ κάμνῃ κανείς, τὰ νομοθετήσουν, καλοῦνται νόμοι.
Α: Κι ἂν τύραννος λοιπὸν ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖ τῆς πόλεως, νομοθετῇ, καὶ ταῦτα εἶναι νόμοι;
Π: Καὶ ὅσα τύραννος ἄρχων νομοθετεῖ καὶ ταῦτα εἶναι νόμοι.
Α: Βία δὲ καὶ ἀνομία τὶ εἶναι ὧ Περικλῆ; ἆρα γε δὲν εἶναι, ὅταν ὁ ἰσχυρότερος τὸν ἀδυνατώτερον ὄχι διὰ τῆς πειθοῦς ἀλλὰ διὰ τῆς βίας τὸν ἀναγκάζῃ νὰ κάμνῃ ὅτι ἀρέσει εἰς αὐτόν;
Π: Ἐγῶ τουλάχιστον ἔτσι νομίζω.
Α: Κι ὅσα λοιπὸν τύραννος χωρὶς νὰ πείσῃ τοὺς πολίτας, νομοθετῶν, τοὺς ἀναγκάζει νὰ κάμνουν, δὲν εἶναι ἀνομία;
Π: Ἔτσι νομίζω, διότι παίρνω πίσω τὸν λόγον μου ὅτι εἶναι νόμοι ὅσα τύραννος ἄνθρωπος χωρὶς νὰ πείσῃ νομοθετεῖ.
Α: Ὅσα δὲ οἱ ὀλίγοι χωρὶς νὰ πείσουν τοὺς πολλούς, ἀλλὰ διότι κυριαρχοῦν αὐτῶν, νομοθετοῦν, ποῖον ἐκ τῶν δύο θὰ εἴπωμεν, ὅτι εἶναι ταῦτα βία ἢ θὰ εἴπωμεν ὅτι δὲν εἶναι;
Π: Ὅλα νομίζω ἐγῶ, ὅσα κανεὶς ἀναγκάζει ἕναν νὰ κάμνῃ, χωρὶς νὰ τὸν πείσῃ εἴτε νομοθετῶν εἴτε ὄχι, ταῦτα εἶναι βία μᾶλλον παρὰ νόμοι.
Α: Καὶ ὅσα λοιπὸν ὁλόκληρο τὸ πλῆθος, ὅταν ἐξουσιάζῃ τοὺς πλουσίους νομοθετεῖ χωρὶς νὰ τοὺς πείσῃ, δὲν θὰ ἦσαν μᾶλλον βία παρὰ νόμος;
Π: Πάρα πολύ. Ὧ Ἀλκιβιάδη, καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἤμεθα εἰς τὴν ἡλικίαν σου, ἤμεθα δεινοὶ εἰς τοιαύτας συζητήσεις, διότι τέτοια πράγματα καὶ ἐξητάζαμεν καὶ ἐφευρίσκαμεν, ὁποῖα ἀκριβῶς καὶ σὺ τώρα μοῦ φαίνεσαι ὅτι ἐξετάζεις.
Α: Εἴθε ὧ Περικλῆ, τότε νὰ σὲ συναναστρεφόμην, ὅτε εἶχες τὴν μεγίστην σου δεινότητα.
[Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα]