Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἔνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀλαῖν ντὲ Μπενουὰ «Στὸ Χεῖλος τῆς Ἀβύσσου» (ἐκδόσεις Arktos, 2015). Πρόκειται γιὰ μία συλλογὴ πραγματειῶν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς διεθνοῦς χρηματοπιστωτικῆς κρίσεως τοῦ 2008 καὶ τῶν ἐπακόλουθων συνεπειῶν της. Ἡ μετάφραση ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη ἀγγλικὴ δημοσίευση τοῦ κειμένου.
Σημείωση: Ἐδῶ ὁ ντὲ Μπενουὰ χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους free trade, liberal, και protectionism (ποὺ μετέφρασα ὡς έλεύθερο ἐμπόριο, φιλελεύθερος/-ισμός, προστατευτισμός) μὲ τὸ στερεότυπο περιεχόμενο ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει κυρίως στὸν ἀγγλοσαξωνικὸ κόσμο κατὰ τὸν 20ο αἰῶνα. Ἡ ἔμφαση διαφόρων σημείων τοῦ κειμένου εἶναι δική μου.
Ὅταν ἐδημιουργήθη τὸ 1842, ἡ πολὺ φιλελεύθερη Société d’économie politique ἐπινόησε τὸ σύνθημα, «Κανεὶς δὲν εἶναι οἰκονομολόγος ἐὰν εἶναι προστατευτικός». Κάτι ποὺ δείχνει τὸν βαθμὸ στὸν ὁποῖον, μεταξὺ τοῦ φιλελευθέρου χώρου, τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο ἤδη ἐκείνην τὴν ἐποχὴ ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνας παράγων ποὺ συμβάλλει στὴν «πρόοδο». Σήμερα, ἡ κατάσταση παραμένει ἀμετάβλητη. Ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο ἔχει γίνει τὸ κυρίαρχο οἰκονομικό δόγμα. Ἡ δημιουργία ἐλεύθερων οἰκονομικῶν ζωνῶν ὅπως ἡ Εὐρωπαϊκή Ἔνωση, ἡ NAFTA (στὴν Βόρεια Ἀμερική) καὶ ἡ Mercosur (στὴν Νότια Ἀμερική) ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς συνέπειες τοῦ ἀνοίγματος τῶν ἐθνικῶν οἰκονομιῶν. Ὁ Παγκόσμιος Ὀργανισμὸς Ἐμπορίου (WTO), ποὺ ἐτέθη σὲ λειτουργία ἀπὸ τὴν 1η Ἰανουαρίου 1995, εἶναι ἐπίσης ἀφιερωμένος στὴν προώθηση τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου. Τὸ 1979, οἱ διεθνεῖς πωλήσεις ἀγαθῶν καὶ ὑπηρεσιῶν ἀντιπροσώπευαν μόλις τὸ 12% τοῦ διεθνοῦς ΑΕγχΠ· σήμερα αντιπροσωπεύουν σχεδόν τὸ 30%.
Ἡ ἐλευθερία τῶν συναλλαγῶν βασίζεται στὴν ἰδέα ὅτι οἱ κανόνες καὶ κανονισμοὶ θὰ πρέπει νὰ εἶναι παντοῦ οἱ ἴδιοι, προκειμένου νὰ φθάσῃ σὲ ἕναν «ἀγνὸ καὶ τέλειο» ἀνταγωνισμὸ στὸν μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ὁ ὁποῖος ἐπιτρέπει στὴν «ἀόρατη χείρα» νὰ ἀσκήσῃ τὴν ἐπιρροή της σὲ κάθε ἀγορά. Στὴν ὁρολογία τῶν οἰκονομολόγων, τὸ ἰδανικὸ εἶναι τὸ «level playing field» (ἰσοπεδωμένο γήπεδο) ἀπαλλαγμένο ἀπὸ ὅ,τι μπορεῖ νὰ σταθῇ ἐμπόδιο στὸ ἐλεύθερο παιχνίδι τῆς ἀγορᾶς: τὰ σύνορα, τοὺς ἐλέγχους, τοὺς κανονισμούς, τοὺς τελωνειακοὺς δασμούς, καὶ οὔτῳ καθεξῆς. Ἀπὸ τὴν ἀποψη αὐτή, τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι τὸ διεθνὲς εμπόριο, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο στὸ νὰ ἐπεκτείνῃ τὸν ἐαυτὸ του ἐπ’ ἀόριστον, ἀλλὰ ἡ «ἀκαμψία» τῶν μισθῶν καὶ ἡ ἐργατικὴ νομοθεσία, ποὺ ἐκλαμβάνεται ὅτι συγκρατεῖ τὴν ἀνταγωνιστικότητα τῶν ἀνεπτυγμένων χωρῶν. Ὅσο γιὰ τοὺς ἴσους κανόνες γιὰ ὅλους, ὁ στόχος τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου εἶναι τελικῶς ἡ κατάργηση ὅλων τῶν κανόνων, τοῦ ὁτιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ παρεμποδίσῃ τὴν πλανητικὴ ἐπέκταση τῆς λογικῆς τῆς πιστώσεως καὶ τοῦ κέρδους. Τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ κεφαλαίου καὶ τῆς ἰκανότητός του νὰ ἐλέγχῃ τὸν κόσμο, χωρὶς καθόλου νὰ ὑπόκειται σὲ κανόνες τὸ ἴδιο.
Ἡ γενικὴ ἰδέα εἶναι ὅτι τὸ διεθνὲς ἐμπόριο ἀντιπροσωπεύει τὴν κύρια κινητήρια δύναμη τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, καὶ ὅτι, ἐπομένως, θὰ δοῦμε περισσότερη ἀνάπτυξη ὅσο περισσότερο καταστείλουμε ὁτιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ τὸ διαταράξῃ. Ποὺ στὴν πραγματικότητα μεταφράζεται σὲ μία γενικὴ ὁρμὴ πρὸς τὶς ἐξαγωγές. Οἱ μελέτες ποὺ ἐξετάζουν τὸν συσχετισμὸ ἀνάμεσα στὸν βαθμὸ ἀνοίγματος τῶν οἰκονομιῶν καὶ στοὺς ῥυθμοὺς ἀναπτύξεως, ὡστόσο, δὲν ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν τὴν ἰδέα. Δείχνουν, ἀντιθέτως, ὅτι τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο δὲν ὀδηγεῖ ἀπαραίτητα σὲ μία ἐξίσωση τιμῶν σὲ ὅλην τὴν ἐπικράτεια, ἀλλὰ μᾶλλον ὅτι ἐὰν ὡφελεῖ ὁρισμένες χῶρες (γενικῶς τὶς πλουσιότερες), βλάπτει ἄλλες πολὺ σοβαρά. Καὶ αὐτὸ διότι προκαλεῖ βαθειὰ καταστρεπτικὲς στρεβλώσεις μεταξὺ τῶν χωρῶν ποὺ ἀπολαμβάνουν διαφορετικὰ κοινωνικο-παραγωγικὰ συστήματα, γιατὶ ἡ προσαρμογὴ τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς ζητήσεως δὲν συμβαίνει μὲ τὴν ἴδια ταχύτητα παντοῦ (θεώρημα τοῦ Μορδεχάι Ἰεζεκιήλ). Ἐκτὸς αὐτοῦ, εἶναι ἀνακριβὲς νὰ βασίζονται μόνον στὸ ΑΕγχΠ (ἢ στὸ ἀκαθάριστο ἐθνικὸ προϊόν [ΑΕΠ]) γιὰ τὴν μέτρηση τοῦ πλούτου, διότι αὐτοὶ οἱ δεῖκτες ἐξ’ ὁρισμοῦ δὲν μποροῦν νὰ λάβουν ὑπόψιν τὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ εἶναι ἀντικείμενα συναλλαγῶν ἐκτὸς χρηματιστηρίου. «Ἡ ἐμπορευματοποίηση μιᾶς οἰκονομίας, ποὺ ἀρχικὰ κατέχει ἕναν μὴ ἐμπορικὸ τομέα» ὑπενθυμίζει ὁ Ζὰκ Σαπίρ, «πάντα μεταφράζεται σὲ αὔξηση τοῦ ΑΕγχΠ, ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ πραγματικὸς πλοῦτος τῆς χώρας μειώνεται».
Οἱ οἰκονομολόγοι, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ἐμμονή τους στὰ δόγματα τοῦ οἰκονομικοῦ φιλελευθερισμοῦ, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀνίκανοι νὰ σκεφθοῦν τὴν συλλογικὴ διάσταση, τὶς ἐθνικὲς ἢ ἠπειρωτικὲς ὀντότητες, ἢ τὰ φαινόμενα τῆς ἐπιρροῆς καὶ δυνάμεως ποὺ πάντα εἰσέρχονται στὸν δρόμο τοῦ «ἀγνοῦ καὶ τελείου» ἀνταγωνισμοῦ. Ἐπίσης ἀρνοῦνται νὰ ἀναγνωρίσουν ὅτι τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι ἡ κατανάλωση (ζήτηση) ὡς ὁ στόχος τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως (προσφορά), ἀλλὰ ἡ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη ὡς συνέπεια τῆς καταναλώσεως. Ἐπιπλέον δὲν βλέπουν ὅτι τὸ σύστημα τῆς προσφορᾶς καὶ ζητήσεως, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι αὐτοπροσαρμόζεται αὐθορμήτως, στὴν καλλίτερη τῶν περιπτώσεων μπορεῖ μόνον νὰ ἰκανοποιήσει τὴν ζήτηση ἐκείνη ποὺ διαθέτει ἤδη περιουσιακὰ στοιχεῖα (πρὸς ἄμεση πληρωμή), ἡ ὁποία μειώνεται ραγδαῖα. Φαντάζονται ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση ἢ ἡ πλήρης κατάργηση κανονισμῶν τοῦ ἐμπορίου θὰ ἐπιτρέψει σὲ ὅλους τοὺς συμμετέχοντες νὰ ἐπωφελοῦνται ἐξίσου ἀπὸ τὶς ἐμπορικὲς σχέσεις τους, ὅταν, στὴν πραγματικότητα, οἱ ἀνισότητες χειροτερεύουν σταθερά, τόσο μεταξὺ χωρῶν ὅσο καὶ στὸ ἐσωτερικό τους. Ἡ ἀρχὴ τοῦ «ἐλευθέρου καὶ ἀνοθεύτου» ἀνταγωνισμοῦ εἶναι μία ἀντίφαση: κάθε «ἐλεύθερος» ἀνταγωνισμὸς εἶναι ἀπαραιτήτως καὶ νοθευμένος, καὶ κάθε ἀνόθευτος ἀνταγωνισμὸς δὲν εἶναι πλέον «ἐλεύθερος».
Ὁ βραβευμένος μὲ Νόμπελ Μωρὶς Ἀλλὲ τὸ ὑπενθύμισε αὐτὸ πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρό, δηλώνοντας τὸ 1988: «μία ἀπελευθέρωση ὅλων τῶν συναλλαγῶν καὶ κινήσεων τῶν κεφαλαίων εἶναι ἐφικτὴ καὶ ἐπιθυμητὴ μόνον ἐντὸς τοῦ πεδίου δράσεως τοπικῶν ὁμάδων ποὺ ἐνώνουν χώρες οἱ ὁποίες συνδέονται οἰκονομικά και πολιτικά, καὶ μὲ ἀνάλογη οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀνάπτυξη». Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο εἶναι δυνατὸ μόνον μεταξύ τῶν κοινωνικο-παραγωγικῶν συστημάτων ποὺ ἔχουν παρόμοιες δομές. Γι ‘ αὐτὸ καὶ
«ἡ συνολικὴ ἐλευθέρωση τοῦ ἐμπορίου σὲ διεθνὲς ἐπίπεδο, ὁ δηλωμένος στόχος τοῦ Παγκοσμίου Ὀργανισμοῦ Ἐμπορίου, πρέπει ἀμέσως νὰ θεωρηθῇ μὴ-πραγματοποιήσιμη, ἐπιβλαβῆς καὶ ἀνεπιθήμητη».
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ διεθνὲς ἐμπόριο, ὁ ἐλευθερο-ἐμπορισμός ἐπίσης βασίζεται στὴν θεωρία τοῦ «συγκριτικοῦ πλεονεκτήματος» ποὺ διατυπώθη ἀπὸ τὸν Ντέηβιντ Ρικάρντο. Αὐτὴ ἡ θεωρία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κάθε χώρα ἔχει συμφέρον νὰ εἰδικευθῇ στὴν παραγωγὴ τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων ὅπου εἶναι πιὸ ἀνταγωνιστική, βασίζεται στὴν ὑπονοούμενη ἄποψη ὅτι οἱ οἰκονομίες ὁρίζονται ἀπὸ συνεχιζόμενες κλιμακωτὲς ἀποδόσεις, κάτι ποὺ δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα. Μία χώρα ποὺ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐξειδικευμένη καὶ ἐπικεντρώνεται σὲ μεγάλο βαθμὸ στις ἐξαγωγές, στὴν πραγματικότητα σύντομα θὰ βρεθεῖ σὲ μία θέση ὅπου θὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἰκανοποιήσῃ τὴν ἐγχώριά της ζήτηση, καὶ θὰ καταλήξει ἐξαρτώμενη ἀπὸ κυμαινόμενες συναλλαγματικὲς ἰσοτιμίες, ἐπάνω στὶς ὁποίες δὲν ἔχει καμμία ἐξουσία. Καὶ ἔχοντας ἐγκαταλείψει τοὺς παραγωγικοὺς ἐκείνους τομεῖς ποὺ θεώρησε ὅτι ἦταν λιγότερο ἀνταγωνιστική, ἐγκατέλειψε ἐπίσης καὶ τὴν τεχνογνωσία της, ἕναν «ἄϋλο πόρο», ποὺ θὰ ἐμποδίσει τὴν μελλοντικὴ ἀνάπτυξη ὁλόκληρης τῆς οικονομίας της.
Βεβαίως, αὐτὸ τὸ δόγμα τοῦ ἀντι-προστατευτισμοῦ εἶναι ἐπίσης πολὺ ὑποκριτικό. Οἱ ΗΠΑ, ὁ μέγας προαγωγός τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου, δὲν ἔχουν διστάσει ποτέ τους, ὅπως ὅλοι γνωρίζουν, νὰ προσφύγουν (μὲ χρήση ἀμεσων ἢ ἔμμεσων ἐπιδοτήσεων, τελωνειακῶν δασμῶν, ὑποτιμήσεων κ. λπ.) στὸν προστατευτισμὸ κάθε φορὰ ποὺ θεωροῦν ὅτι εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τους νὰ τὸ πράξουν. Οἱ Ἀμερικανοί, ἰδίως, χρηματοδοτοῦν τὸ στρατιωτικό-βιομηχανικό τους σύμπλεγμα μέσω ἀγορῶν τοῦ δημοσίου. Καὶ οἱ Κινέζοι μαζικὰ ἐπιδοτοῦν τὶς ἐξαγωγές τους ὅταν χειραγωγοῦν τὸ νόμισμά τους προκειμένου νὰ κατακλύζουν τὶς δυτικὲς ἀγορὲς μὲ φθηνὰ προϊόντα, καὶ οὔτῳ καθεξῆς.
Ἡ παγκοσμιοποίηση, ἡ ὁποία πυροδότησε τὴν θεαματικὴ οἰκονομικὴ ἀπογείωση τῶν ἀναδυομένων χωρῶν (Κίνα, Ἰνδία, Βραζιλία, κ. λπ.) ποὺ εἴδαμε ἀπὸ τὸ 2000 καὶ μετά, ἔχει συνδυάσει τρεῖς παράγοντες: τὴν προοδευτικὴ μείωση τῶν τελωνειακῶν φραγμῶν, τὴν ἀπορρύθμιση τῶν χρηματοπιστωτικῶν ἀγορῶν, καὶ τὴν τεχνολογικὴ πρόοδο στὸν τομέα τῆς ἐπικοινωνίας καὶ μεταφορῶν. Ἡ ἐπέκταση τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου ἔχει πάει χέρι-χέρι μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση, εὐνοώντας τὴν ἐλεύθερη κυκλοφορία τῆς ἐργασίας, τῶν ἀγαθῶν καὶ τοῦ κεφαλαίου. Αὐτὸ διευκόλυνε τὴν ἐξωτερικὴ ἀνάθεση της βιομηχανίας πρὸς τὶς ἀναδυόμενες χῶρες μὲ λίγη τεχνολογικὴ ἰκανότητα, ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ χαμηλοὺς μισθούς, καθὼς καὶ τὶς μαζικὲς ἐξαγωγὲς φθηνῶν προϊόντων μὲ προέλευση χῶρες ποὺ, ὅπως ἡ Κίνα, οὐσιαστικὰ βασίζουν τὴν ἀνάπτυξή τους στὴν ἐξωτερικὴ ζήτηση, και υποστηρίζουν τὶς ἐξαγωγές τους, κρατώντας τὰ νομίσματά τους ὑποτιμημένα. Οἱ χῶρες αὐτὲς ἔχουν σχεδὸν ἀπεριόριστα ἀποθέματα ἐργατικοῦ δυναμικοῦ στὴν διάθεσή τους, μὲ μισθοὺς 30 ἕως 80 φορὲς χαμηλότερους ἀπὸ ἐκεῖνους τῶν δυτικῶν χωρῶν. Αὐτοὶ οἱ ἐξαιρετικὰ χαμηλοὶ μισθοὶ εἶναι, φυσικά, ἕνα «συγκριτικὸ πλεονέκτημα» γιὰ τὶς ἀναπτυσσόμενες χῶρες, ἀλλὰ συνιστοῦν ἀθέμιτο ἀνταγωνισμὸ γιὰ ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν ἐξαιτίας τους.
Ἡ παγκοσμιοποίηση ἐπέτρεψε στὴν μπουρζουαζία καὶ στὶς τοπικὲς ἄρχουσες τάξεις νὰ ἀπομακρύνουν γεωγραφικὰ τὴν παραγωγὴ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀπελευθερωνόντουσαν αὐτοὶ ἀπὸ τὰ περιοριστικὰ πλαίσια τῶν Ἐθνῶν καὶ κρατών, διὰ τῆς μεταμοσχεύσεως ἑνὸς αὐξανόμενου μέρους τῆς παραγωγῆς αὐτῆς σὲ περιοχὲς τοῦ πλανήτη, ποὺ εἶναι τὸ λιγότερο δυνατὸν εὐσυνείδητες σὲ θέματα ὅπως μισθοί, φορολογία, κοινωνικὴ ἀσφάλιση καὶ περιβαλλοντικὴ προστασία. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ ὀδηγεῖ σὲ ὁλοένα καὶ αὐξανόμενα κοινωνικὰ κόστη. Τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο, στὴν πραγματικότητα, καταστρέφει τὴν ἰσορροπία μεταξὺ παραγωγῆς καὶ καταναλώσεως. Βάζοντας χώρες, ποὺ εἶναι σὲ ἐντελῶς διαφορετικὰ οἰκονομικὰ ἐπίπεδα καὶ μὲ διαφορετικὲς κοινωνικὲς δομές σὲ ἕναν ἰσοπεδωτικὸ ἀνταγωνισμό, δημιουργεῖ συνθῆκες ντάμπινγκ (σημείωση μεταφραστή: dumbing σημαίνει ἀπλοποίηση καὶ μείωση τοῦ διανοητικοῦ περιεχομένου ἢ ποιότητας κάποιου πράγματος γιὰ νὰ γίνῃ προσιτὸ σὲ πολὺ πιὸ μεγάλες μάζες ἀνθρώπων) καὶ ἀφόρητες κοινωνικὲς στρεβλώσεις. Καθοθηγεῖ τὶς ἐπιχειρήσεις νὰ βλέπουν τοὺς μισθωτούς τους ὡς τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἕνα κόστος, καὶ μειώνοντας τοὺς μισθούς τους, τοὺς ἐξωθεῖ σὲ βάναυσο, ἀπάνθρωπο ἀνταγωνισμό.
Αὐτὲς οἱ παγκοσμιοποιητικὲς καὶ ἀπορρυθμιστικὲς διαδικασίες ποὺ ξεκίνησαν κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1980, καὶ ποὺ κορυφώθησαν στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1990, δὲν ἔχουν μόνον σκάψει μία ὅλο καὶ βαθύτερη τάφρο μεταξὺ τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος καὶ τῆς πραγματικῆς οἰκονομίας. Ἔχουν προκαλέσει τὸ πλεόνασμα τῆς ἀξίας τῆς παραγωγῆς νὰ διατίθεται ὁλοένα καὶ περισσότερο σὲ μετόχους καὶ κατόχους κεφαλαίου, ἐνῶ οἱ μισθωτοὶ λάμβάνουν συνεχῶς λιγότερα. Ἐκθέτοντας τὸ ἐργατικὸ δυναμικὸ τῶν ἀνεπτυγμένων χωρῶν στὸν ἀνταγωνισμὸ ἀπὸ τοὺς ἀνεπαρκῶς ἀμειβόμενους ἐργάτες τῶν ἀναδυομένων οἰκονομιῶν, οἱ ἰδιοκτήτες τοῦ κεφαλαίου ἔχουν καταφέρει νὰ συμπιέσουν τοὺς μισθούς, ξεχνώντας ὅτι οἱ ἐργαζόμενοι εἶναι ἐπίσης καταναλωτές.
Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ἡ παγκοσμιοποίηση ἔχει πράγματι σηματοδοτήσει τὸ τέλος τοῦ Φορντικοῦ συστήματος στὸ ὁποῖο ἦταν πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ κεφαλαίου νὰ αὐξάνῃ σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα τὶς ἀποδοχὲς τῶν μισθωτῶν προκειμένου να μεγιστοποιηθῇ ἡ δυνατότητά τους γιὰ κατανάλωση. Ἔτσι ἡ αὔξηση τῆς παραγωγῆς καὶ καταναλὠσεως πήγαιναν μαζί. Αὐτὸς ὁ «ἐνάρετος κύκλος» ἔσπασε τὴν στιγμὴ πού, προκειμένου νὰ ἰκανοποιηθοῦν οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου, ἐκρίθη ἀναγκαίο νὰ μειωθοῦν οἱ μισθοὶ μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ παραμένουν «ἀνταγωνιστικοὶ» σὲ σχέση μὲ χῶρες ὅπου παρόμοια ἀγαθὰ μποροῦν νὰ παραχθοῦν, ἀλλὰ μὲ πολὺ χαμηλότερες ἀμοιβές.
Ὑποκείμενοι στὴν ὁλοένα καὶ αὐξανόμενη πίεση τῶν μετόχων – μετόχων ποὺ ἀπαιτοῦν μέγιστη ἀπόδοση στὶς ἐπενδύσεις, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο συνεπάγεται ἀπολύσεις, μείωση μισθῶν, ἐξωτερίκευση ἐργασιῶν καὶ οὔτῳ καθεξῆς – οἱ μισθωτοί ἔπρεπε νὰ δεχθοῦν ὅλο καὶ χειρότερες συνθῆκες ἐργασίας προκειμένου νὰ διατηρήσουν τὶς θέσεις ἐργασίας τους. (Σὲ πολλὲς χῶρες μὲ κοινωνικὲς δομὲς παρόμοιες μὲ αὐτὲς τῆς Γαλλίας, τὸ συνολικό κόστος τῶν ἀσθενειῶν λόγῳ ἐργασιακοῦ ἄγχους ἤδη ἀντιπροσωπεύει περὶ τὸ 3% τοῦ ΑΕγχΠ τους). Τὸ βιοτικό τους ἐπίπεδο ἄρχισε να μειώνεται, ἐνῶ ἡ ἀνεργία αὐξήθη. Τὸ χάσμα μεταξὺ μέσου εἰσοδήματος καὶ διάμεσου εισοδήματος διευρύνθη. Ὁ ἀποπληθωρισμὸς τῶν μισθῶν ἔχει ὀδηγήσει σὲ μιὰ σχετικὴ φτωχοποίηση τῶν ἐργατικῶν καὶ μεσαίων τάξεων, καὶ κατὰ συνέπεια σὲ μιὰ σχετική ἀποδυνάμωση τῆς ἐγχωρίας ζητήσεως. Ἐνῶ οἱ περισσότερες κυβερνήσεις ἀνέλαβαν «μεταρρυθμίσεις», τὰ ἐνδιαφερόμενα μέρη ἐγνώριζαν καλῶς ὅτι αὐτὲς συνίστατο οὐσιαστικὰ στὸ νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐργάζονται περισσότερο καὶ νὰ κερδίζουν λιγότερα.
Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, ἡ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ δυνατότητα αὐξήσεως τῆς ζητήσεως γιὰ ἀγαθὰ καὶ ὑπηρεσίες δὲν ἔχει σταματήσει νὰ μειώνεται, ἀκόμα καὶ ἐὰν ἡ τεχνολογικὴ καὶ οἰκονομικὴ δυνατότητα προσφορᾶς ὑπηρεσιῶν καὶ αγαθῶν συνέχισε νὰ αὐξάνεται. Αὐτὸ συμβαίνει κυρίως λόγῳ τῆς αὐξήσεως τῶν κερδῶν τῆς παραγωγικότητος, τῆς ὁποίας συνέπεια εἶναι ἡ αὔξηση τῆς ἀνεργίας, διότι αὐτὰ τὰ κέρδη ἐπιτρέπουν τὴν παραγωγὴ ὅλο καὶ περισσοτέρων ἀγαθῶν μὲ συνεχῶς λιγότερους ἀνθρώπους, καθιστώντας ταυτοχρόνως τὴν ἐργασία ἕνα σπάνιο ἀγαθό. (Ἀπὸ τὸ 2005, τὸ Διεθνὲς Γραφεῖο Ἐργασίας παρατήρησε ὅτι ὑπῆρχε ὁλοένα καὶ λιγότερος συσχέτισμὸς μεταξὺ οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως καὶ δημιουργία θέσεων ἐργασίας).
Τὸ κύριο ἀποτέλεσμα τῆς ἐπεκτάσεως τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου, πέρα ἀπὸ τὰ βραχυπρόθεσμα ὁριακὰ ὀφέλη ποὺ μπορεῖ νὰ προέκυψαν ἀπὸ αὐτήν (οἰκονομίες κλίμακος, ἀποτελεσματικότερη κατανομὴ ὁρισμένων παραγόντων τῆς παραγωγῆς, κ. λπ.), ἔχει ἐπιφέρει μείωση τῶν ῥυθμῶν ἀναπτύξεως σὲ συνδυασμὸ μὲ μιὰ πολὺ ἰσχυρὴ αὔξηση τῆς οἰκονομικῆς ἀνισότητος σὲ ὅλες τις χῶρες. Ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀντισταθμίσουν οἱ χῶρες τὴν φθίνουσα ἀνάπτυξη ποὺ ἐπιφέρει ὁ ἀποπληθωρισμὸς τῶν μισθῶν, ἡ ἔλλειψη κοινωνικῆς ἀσφαλίσεως, καὶ ἡ συνακόλουθη μείωση τῆς ἐσωτερικῆς ζητήσεως ἦταν μέσῳ τοῦ δανεισμοῦ. Ὅταν οἱ μισθοὶ μένουν στάσιμοι καὶ οἱ ἐργαζόμενοι πληρώνονται ἀνεπαρκῶς, τότε ζήτηση μπορεῖ νὰ προκύψῃ μόνον μέσα ἀπὸ τὸν δανεισμὸ καὶ τὴν πίστωση.
Ἀπειλούμενοι μὲ φτωχοποίηση, οἱ μισθωτοὶ βυθίζονται σὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερο χρέος προσπαθώντας νὰ διατηρήσουν τὸ βιοτικό τους ἐπίπεδο, ἄν καὶ τὸ πραγματικό τους εἰσόδημα μειώνεται. Πέραν κάποιου ὁρίου, ἀδυνατοῦν νὰ ἀποπληρώσουν τὰ χρέη τους, καὶ ὁλόκληρο τὸ σύστημα κινδυνεύει νὰ καταρρεύσῃ. Αὐτὸ εἶναι ποὺ συνέβη τὸ φθινόπωρο τοῦ 2008, ὅταν ἡ ἀμερικανικὴ κρίση τῶν ἐνυποθήκων δανείων ὑψηλοῦ κινδύνου πυροδότησε τὴν διεθνὴ κρίση. Ἡ ἐκρηκτικὴ ἄνθιση τῶν πιστωτικῶν μηχανισμῶν, ποὺ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς προσπάθειας νὰ διατηρηθῇ τεχνητὰ ἡ καταναλωτικὴ δυνατότητα τῶν νοικοκυριῶν μέσῳ πιστώσεως, ἀκόμη καὶ ὅταν τὰ πραγματικά τους εἰσοδήματα ἔμειναν στάσιμα ἢ μειώθηκαν, τελικῶς κορυφώθη σὲ μία εὐρέως διαδεδομένη κρίση στὸν ἰδιωτικὸ τομέα (περιλαμβάνοντας τόσο τὰ νοικοκυριὰ ὅσο καὶ τὶς ἐπιχειρήσεις).
Αὐτὴ ἡ κρίση ξεσπάσε στὶς ΗΠΑ ἐπειδὴ εἶναι μία χώρα ποὺ καταναλώνει περισσότερο ἀπὸ ὅσο παράγει, καὶ οἱ ἀποταμιεύσεις ἐκεῖ εἶναι ἀνύπαρκτες. Καθὼς τὰ εἰσοδήματά τους μειωνόντουσαν, οἰ Ἀμερικανοὶ ἔμελλαν νὰ ὑπερχρεωθοῦν, καὶ αὐτὴ ἡ ὑπερχρέωση ἔφθασε σὲ ὕψη ποὺ δὲν ἔχουν ξανασυμβεῖ. Ἀπὸ τὸ 2007, τὸ χρέος τῶν ἀμερικανικῶν νοικοκυριῶν ἀντιπροσώπευε τὸ 100% τοῦ ΑΕΠ! Μετὰ τὶς ΗΠΑ, οἱ χῶρες ποὺ ἐπλήγησαν περισσότερο ἦταν ἐκεῖνες μὲ τὰ ὑψηλότερα χρέη καὶ αὐτὲς ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ ἀγγλοσαξονικὸ μοντέλο μιᾶς πολὺ ἀνοιχτῆς καὶ χρηματοπιστωτικοποιημένης οἰκονομίας: ἡ Ἀγγλία καὶ ἡ Ἰσπανία καταρχάς, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ οἱ Κάτω Χῶρες, ἡ Ἰρλανδία, ἡ Οὐγγαρία καὶ ἡ Νότια Κορέα. Ἀρκετὲς ἄλλες χῶρες εἶναι σήμερα σχεδὸν σὲ πτώχευση: Ἰρλανδία, Ἑλλάδα, Ἰσλανδία, Οὐκρανία καὶ Ρουμανία.
Ὁ Ἐμμανουὴλ Τόντ παρατηρεῖ πολὺ σωστὰ ὅτι οἱ ἀρνητικὲς ἐπιπτώσεις ἀπὸ τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὸ κατώτερο πρὸς τὸ ἀνώτερο σημεῖο τῆς κοινωνίας. Κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1980, ἦταν οἱ ἐργάτες ποὺ ἐπηρεάστηκαν περισσότερο ἀπὸ τὴν αὔξηση τῶν ἀνισοτήτων. Στὴν συνέχεια, κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1990, ἡ παρακμὴ κτύπησε τὶς μεσαῖες τάξεις, ποὺ ἄρχισαν νὰ υποφέρουν τὶς συνέπειες τῆς ἐξαθλιώσεως καὶ τὴν ἐπακόλουθη ἀπώλεια κοινωνικῆς θέσεως. Σήμερα, τὰ κέρδη ἀπὸ τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο ἐπωφελοῦν μόνον τὸ 1% στὴν κορυφὴ τῆς κοινωνίας, ποὺ γίνεται ἀκόμη πλουσιώτερο, ἐνῶ τὰ κενὰ στοὺς μισθοὺς διευρύνονται καὶ τὸ σύνολο τῶν μισθωτῶν γίνεται ὁλοένα καὶ φτωχότερο. Λέγει ὁ Ἐμμανουὴλ Τόντ,
«Ἡ ἐμμονὴ τῶν ἐλίτ στὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο πλέον προκαλεῖ τὴν κοινωνία στὸ σύνολό της νὰ υποφέρῃ».
Οἱ πιὸ ἀπειλούμενες ὁμάδες, δὲν εἶναι αὐτὲς ποὺ ἔχουν τὰ λιγότερα προσόντα, ὅπως κάποτε, ἀλλὰ αὐτοὶ τῶν ὁποίων οἱ θέσεις ἐργασίας εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἀνατεθοῦν ἐξωτερικὰ σὲ ἄλλες χῶρες (outsourcing). Οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου διόλου δὲν ἐνδιαφέρονται γι’ αὐτό, μιὰ καὶ ἡ μεταφορά αὐτὴ αἰτιολογεῖται ὡς πρὸς ἐκεῖνους, μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ αὐξάνει τὴν ἀνταγωνιστικότητα, καὶ ἔτσι ἐπιτρέπει στοὺς ἰδιοκτῆτες κεφαλαίων νὰ ἀποκτήσουν ἕνα ἀκόμη μεγαλύτερο μερίδιο τοῦ παραγομένου πλούτου. (Εἶναι τὸ ἴδιο ἐπιχείρημα, τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιήθη γιὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν παιδικὴ ἐργασία στὸν 19ο αιώνα). «Εἶμαι υπερήφανος νὰ εἶμαι ἕνας ἐργοδότης ποὺ κάνει ἐξωτερικὴ ἀνάθεση θέσεων ἐργασίας», δήλωσε πρόσφατα ὁ Γκιγιὸμ Σαρκοζύ, Πρόεδρος τῆς Βιομηχανικῆς Ἐνώσεως Ὑφασμάτων (UIT) καὶ ἀδελφός ξέρετε ποιοῦ.
Εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα, καὶ ἤδη συνειδητοποιημένη ἢ χρησιμοποιούμενη ὡς ἀπειλὴ γιὰ νὰ κατηγορηθοῦν οἱ ἐργασιακὲς συμβάσεις καὶ κοινωνικοὶ κανονισμοὶ ποὺ ἀπεκτήθησαν μέσῳ ἀγώνων στὸ παρελθόν, ἡ ἐξωτερικὴ ἀνάθεση τῶν ἐπιχειρήσεων πρῶτα ἐπηρέασε τὰ χαμηλῶν προδιαγραφῶν προϊόντα μαζικῆς καταναλώσεως. Στὴν συνέχεια, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 1980, ἔπληξε τὰ καταναλωτικὰ ηλεκτρονικά, τὶς ἠλεκτρικὲς οἰκιακὲς συσκευὲς καὶ τὰ αὐτοκίνητα, καί, τέλος, ἀπὸ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1990, καὶ τὰ πιὸ ἐξελιγμένα προϊόντα καθὼς καὶ τὶς «ἄϋλες» ὑπηρεσίες (ἐπεξεργασία πληροφοριῶν, ἑρμηνεία ἀκτινολογικῶν ἐξετάσεων, κ. ἂ.). Ἔτσι, ἡ ἀπόσταση μεταξὺ τῶν τόπων παραγωγῆς και τόπων καταναλώσεως ἔχει γίνει ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γενικὴ ἄποψη, οἱ ληστρικὲς καὶ ἁρπακτικὲς πολιτικὲς τῶν ἀναδυομένων χωρῶν ὄχι μόνον εἶχαν καταστροφικὲς συνέπειες γιὰ τὶς οἰκονομίες τῶν ἀνεπτυγμένων χωρῶν, ἀλλὰ ἐπίσης ἔχουν αποσταθεροποιήσει τὶς χῶρες τοῦ τρίτου κόσμου. Οἱ ἀναπτυσσόμενες χῶρες στὴν πραγματικότητα κέρδισαν ἐλάχιστα ἀπὸ τοὺς κανόνες τοῦ Παγκοσμίου Ὀργανισμοῦ Ἐμπορίου. «Ἐν ἀντιθέσει μὲ ὅτι συχνὰ ὑποστηρίζεται», γράφει ὁ Ζὰκ Σαπίρ,
«τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο δὲν ὑπῆρξε θετικὸς παράγων στὴν ἀνάπτυξη τῶν φτωχοτέρων χωρῶν, καὶ ἡ ἐπίδρασή του στὴν μείωση τῆς φτώχειας ἔχει κραυγαλέα ὑπερεκτιμηθεῖ, σὲ ὅσες περιπτώσεις δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα σφαλμάτων ὑπολογισμοῦ».
Τὸ ἐπιχείρημα λοιπόν ὅτι οἱ ἀνισορροπίες ποὺ παρατηροῦνται σήμερα εὐνοοῦν λίγο πολὺ τοὺς πληθυσμοὺς τῶν λιγότερο ἀνεπτυγμένων ἐθνῶν εἶναι ἀμφισβητήσιμο, δεδομένου ὅτι οἱ ἀνισότητες μεταξὺ χωρῶν ἐξακολουθοῦν νὰ αὐξάνονται. Στὴν πραγματικότητα, τὰ κέρδη ἀπὸ τὶς ἀναδυόμενες χῶρες ἐξυπηρετοῦν πρὸ πάντων τὸν πλουτισμὸ ἑνὸς μικροσκοπικοῦ τμήματος τῆς κοινωνίας, τῶν ὁποίων οἱ περιουσίες ἔχουν κυριολεκτικὰ ἐκτοξευθεῖ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν τελευταίων δέκα ἐτῶν.
Ὁ κίνδυνος σήμερα εἶναι αὐτὸς μιᾶς ἀποπληθωριστικῆς σπείρας ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν δραματικὴ αὔξηση τῆς ἀνεργίας καὶ τὴν γενικὴ μείωση τῶν εἰσοδημάτων, ἀλλὰ καὶ ἐπίσης ἀπὸ μία ἰσχυρὴ πτώση τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς στὶς ἀνεπτυγμένες χῶρες. Ἤδη τὸ 1999, ὁ Μωρὶς Ἀλλὲ, στὸ βιβλίο του «Ἡ σημερινὴ παγκόσμια κρίση» (La crise mondiale d’aujourd’hui), προέβλεψε τὴν «γενικὴ κατάρρευση» μιᾶς «διεθνοῦς οικονομίας βασιζομένης ἐξ ὁλοκλήρου σὲ μία πυραμίδα χρεῶν». Πλησιάζουμε σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο.
Ἀπὸ τότε ποὺ ξέσπασε ἡ διεθνῆς οἰκονομική κρίση, ὄλοι οἱ ἠγέτες τοῦ πλανήτου ἐδήλωσαν ἐπανειλημμένα ὅτι εἶναι ἔτοιμοι νὰ λάβουν «δραστικὰ» μέτρα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς «ἐπείγουσας ἀνάγκης» καὶ τῆς σοβαρότητος τῆς καταστάσεως. Ἀλλὰ τὴν ἰδία στιγμὴ ἐσυνασπίσθησαν μεταξύ τους γιὰ νὰ δηλώσουν – ὅπως εἴδαμε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2009 κατὰ τὴν σύνοδο τῶν G20 στὸ Λονδίνο καὶ στὴν πιὸ πρόσφατη Ἰταλικὴ σύνοδο κορυφῆς – ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀμφισβητηθῇ ἡ ἀρχὴ τῆς παγκοσμιοποιήσεως, καὶ ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ καταπολεμηθοῦν ὅλες οἱ μορφὲς τοῦ προστατευτισμοῦ. Ὁ κύριος λόγος γιὰ τὴν στάση τους αὐτήν εἶναι ὅτι ἐνόμιζαν πῶς ἡ κρίση ὀφειλόταν στὴν χρηματοπιστωτικὴ ἀπορρύθμιση, καὶ ὅτι θὰ ἦταν ἀρκετὴ μιὰ ἐξυγείανση γιὰ νὰ ἐγγυηθῇ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ὁμαλότητα. Ὡστόσο, στὴν πραγματικότητα, ἡ κρίση εἶναι ἐπίσης μία συνέπεια τῆς πραγματικῆς οἰκονομίας καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐγγενῆ φύση τοῦ κυριάρχου οἰκονομικοῦ συστήματος.
Ἀποκηρυχθεῖς ἀπὸ τοὺς ἠγέτες τῶν κρατῶν καὶ κυβερνήσεων, ὁ προστατευτισμὸς ἀπορρίπτεται ἐπίσης ἀπὸ τὴν Δεξιὰ (καὶ τὴν Ἀκροδεξιά) ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι πιστοὶ στὸ δόγμα τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἕνα μέγα μέρος τῆς Ἀριστερᾶς καὶ τῆς Ἀκροαριστερᾶς, Τροτσκιστὲς εἰδικότερα, γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ πρόβλημα τοῦ προστατευτισμοῦ συγκρούεται ἐντόνως μὲ τὶς διεθνιστικές τους πεποιθήσεις. (Στὶς τελευταῖες εὐρωπαϊκὲς ἐκλογές, ὅπως παρατήρησε ὁ Ζὰκ Σαπίρ, τὸ κόμμα τοῦ Ὀλιβιὲ Μπεσανσενὼ ἦταν τὸ μόνο ποὺ ἠρνήθη νὰ ἀντιμετωπίσῃ αὐτὸ τὸ πρόβλημα μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο. Ὅσο γιὰ τὸ Σοσιαλιστικὸ Κόμμα, ποὺ νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιλύσει τὰ προβλήματα αὐτοπεριοριζόμενο στὸν ἀγώνα του γιὰ μιὰ πιὸ «κοινωνική» Ευρώπη, θεωρεί τὸν προστατευτισμό ἕνα θέμα ταμποῦ).
Πιὸ γενικά, εἶναι ὁλόκληρη ἡ Νέα Τάξη, τῆς Δεξιᾶς καὶ τῆς Ἀριστερᾶς, ἡ ὁποία δὲν κουράζεται νὰ βροντάῃ καὶ νὰ ἀστράφτῇ κατὰ τῆς «ἀπειλῆς τοῦ προστατευτισμοῦ», καὶ λέξεις καὶ μόνον ὅπως «φραγμοί», «προστασία», «ῥύθμιση», καὶ οὔτῳ καθεξῆς ἔχουν γίνει γι’ αὐτοὺς συνώνυμα τοῦ ἀπομονωτισμοῦ, τοῦ ἐθνικισμοῦ, ἀκόμα καὶ τῆς ξενοφοβίας. Προφανῶς, γιὰ τὴν ἰδεολογία τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου, ὁ προστατευτισμὸς εἶναι ὁ διάβολος. Καὶ αὐτὸ ἐκτείνεται πολὺ πέραν τῶν ἀπλῶν οἰκονομικῶν. Ἀπὸ μία συμβολικὴ ἄποψη, στὴν πραγματικότητα, ὁ προστατευτισμὸς εἶναι ἕνα φρᾶγμα ἐνάντια στὴν ἀλλαγὴ δίχως ὅρια, ἕνα μέτρο κατὰ τῆς ἀμετρίας καὶ τῆς ὑπερβολῆς, τὸ «γήινο» στοιχεῖο σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ «ὑγρὸ» στοιχεῖο. Γράφει ὁ Ζὰκ Σαπίρ,
«Ἡ ἄρνηση νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο ὡς τὴν αἰτία τῆς παρούσας ἀπόγνωσης δείχνει ὅτι οἱ ὑπέρμαχοί του ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο τοῦ σοβαροῦ λογισμοῦ γιὰ νὰ εἰσέλθουν σὲ αὐτὸν τῆς μαγικῆς σκέψεως».
Στὴν Γαλλία, ὁ Ζὰκ Σαπίρ εἶναι πιθανῶς ὁ πλέον ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς ἐπιστροφῆς στὸν προστατευτισμό. Δὲν εἶναι ὁ μόνος. Ὁ Ἐμμανουὴλ Τόντ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἀποκηρύξει τὸν ἐλευθεροεμπορισμό στὸ «Ἡ οἰκονομικὴ ψευδαίσθηση» (L’ illusion économique), ἀναπτύσσει ἐκ νέου τὰ ἴδια ἐπιχειρήματα στὸ τελευταῖο του ἔργο «Μετὰ τὴν δημοκρατία» (Après la démocratie). Μαζί του ἐσυντάχθησαν στὴν ὑπεράσπιση τοῦ προστατευτισμοῦ ὁ Χακὶμ Ἐλ Καρουὶ καὶ ὁ Ζάν-Λὺκ Γκρῶ. Οἱ Ἐλ Καρουί, Σαπὶρ καὶ Γκρῶ, ἄλλωστε, ἦσαν ὅλοι παρόντες στὴν διάσκεψη σχετικὰ μὲ τὴν κρίση τοῦ διεθνοῦς ἐλευθέρου ἐμπορίου ποὺ διοργανώθη ἀπὸ τὸ Fondation Res Publica στὶς 27 Ἀπριλίου 2009 στὸ Παρίσι ὑπὸ τὴν Προεδρία τοῦ Ζάν-Πιὲρ Σεβνεμάν. Ὁρισμένοι διεθνοῦς φήμης οἰκονομολόγοι ἀρχίζουν ἐπίσης νὰ συσπειρώνονται στὴν ἰδέα τοῦ προστατευτισμοῦ, ὅπως ὁ ἔντονα νεοκλασικὸς Πὼλ Σάμιουελσον, ποὺ παρατήρησε προσφάτως ὅτι ἡ Κινεζικὴ περίπτωση ἔκανε τὴν πεπαλαιωμένη θεωρία τοῦ συγκριτικοῦ πλεονεκτήματος τοῦ Ρικάρντο σκόνη.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν κοινὴ γνώμη, ὅλες οἱ μελέτες ποὺ ἔχουν δημοσιευθεῖ τὰ τελευταῖα ἔτη δείχνουν ὅτι ὁ προστατευτισμὸς ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν Εὐρωπαίων, καὶ εἰδικὰ στὴν Γαλλία, ὅπου τὸ 73% τῶν ἀνθρώπων πιστεύει ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση ἀποτελεῖ ἀπειλὴ γιὰ τὶς θέσεις ἐργασίας. «Ἡ γενικὴ διάθεση εἶναι μᾶλλον ὑπὲρ τοῦ προστατευτισμοῦ», παρατήρησε ἡ ἐφημερίδα Les Echos πρὶν ἀπὸ δώδεκα ἔτη. «Ἐν ἀντιθέσει πρὸς ὅλην τὴν ἐλευθεριάζουσα σχολή», παρατηρεῖ ὁ Λωράν Κοέν-Τανουγκί,
«ἡ παγκοσμιοποίηση δὲν μπορεῖ σήμερα νὰ διαχωρισθεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς γεωπολιτικῆς μὲ ἐκδικητικὲς μάλιστα τάσεις ἢ ἀπὸ τὶς στρατηγικὲς ἰσχύος, τοὺς ἐθνικισμούς, ἀκόμη καὶ τὶς ἱστορικὲς αὐτοκρατορίες… Αὐτὴ ἡ ἐπιστροφή φέρει βαριὲς ἐπιπτώσεις, κυρίως ἰδεολογικῆς φύσεως: ἡ ἀποπολιτικοποίηση τῶν οἰκονομικῶν κινημάτων, τὸ δόγμα τῆς ἐλευθεριάζουσας παγκοσμιοποιήσεως ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1980 καὶ μετά, πρόκειται νὰ βρεθεῖ ὅλο καὶ περισσότερο σὲ ἀντιπαλότητα μὲ τὴν γεωπολιτικοποίηση τοῦ διεθνοῦς οἰκονομικοῦ χώρου ποὺ συνεπάγεται ἡ οἰκονομικὴ ἀπογείωση τεραστίας ἐκτάσεως χωρῶν μὲ τὸ θεμιτὸ κίνητρο τῆς στρατηγικῆς φιλοδοξίας».
Τὰ ἐπιχειρήματα καθαυτὰ τοῦ ἀντι-προστατευτισμοῦ δὲν εἶναι καινούρια. Ὁ προστατευτισμὸς ἀκόμη κατηγορεῖται ὅτι ἐνθαρρύνει τὸν «ἀπομονωτισμό», ὅτι προκαλεῖ συρρίκνωση τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου, ὅτι δημιουργεῖ ἀθέμιτα προνόμια θεσπίζοντας συστήματα παραγωγῆς προστατευόμενα τεχνητὰ ἀπὸ τὰ θετικὰ ἀποτελέσματα τοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ὅτι ἀποδυναμώνει τὴν ἀγοραστικὴ δύναμη τῶν φτωχωτέρων μέσω ὑψηλοτέρων τιμῶν τῶν προστατευομένων προϊόντων, καὶ οὔτῳ καθεξῆς. Ἀλλὰ τὸ μέγα ἐπιχείρημα εἶναι ἱστορικό: συνίσταται σὲ μιὰ προκατειλημμένη ἐπίκληση τοῦ προστατευτισμοῦ ποὺ ἠσκήθη στὴν δεκαετία τοῦ 1930, ποὺ φέρεται νὰ ἐπιδείνωσε τὶς ἐπιπτώσεις τῆς ὑφέσεως τοῦ 1929, καί, τέλος, ὅτι ὀδήγησε σὲ πόλεμο. Δεδομένου ὅτι ἡ παρούσα κρίση παντοῦ συγκρίνεται μὲ τὸ 1929, τὸ συμπέρασμα φαίνεται νὰ βγαίνῃ αὐτομάτως.
Στὶς ΗΠΑ, ἡ ἔγκριση τῆς πασίγνωστης Δασμολογικῆς Πράξεως Σμούτ-Χώλεϋ, ποὺ ὑπεγράφη ἀπὸ τὸν Πρόεδρο Χέρμπερτ Χούβερ στὶς 17 Ἰουνίου 1930, ὀδήγησε στὴν θέσπιση τελωνειακῶν δασμῶν ἕως καὶ 52% σὲ περισσότερα ἀπὸ 20.000 προϊόντα. Τρία ἔτη ἀργότερα, ἡ συνολικὴ παραγωγὴ τῆς χώρας ἐμειώθη κατὰ 27%, ἐνῶ οἱ εἰσαγωγὲς ἐμειώθησαν κατὰ 34% καὶ οἱ ἐξαγωγές κατὰ 46%. Περισσότερες ἀπὸ 60 χῶρες εἶχαν ἐθέσπισαν τότε τελωνειακὰ δασμολόγια ἢ ποσοστώσεις. Ὁ συνολικὸς ὄγκος τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου ἐμειώθη κατὰ 40% τὴν περίοδο 1929 – 1932. Οἱ φιλελεύθεροι οἰκονομολόγοι συμπεραίνουν ἀπὸ αὐτὸ ὅτι μόνον ἐκεῖνα τὰ μέτρα ἐπιδείνωσαν τὴν κρίση: τὸ κλείσιμο τῶν συνόρων ἐλέχθη ὅτι προεκάλεσε τὴν κατάρρευση τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου πρὶν ὀδηγήσῃ στὸν πόλεμο. Γι ‘ αὐτὸ καὶ ὁ προστατευτισμός ἐστιγματίσθη τόσο ἐντόνως κατὰ τὴν Διάσκεψη τοῦ Μπρέττον-Γούντς, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1944, ἡ ὁποία ἔθεσε τὰ θεμέλια τοῦ μεταπολεμικοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου.
Ὅπως εἴπαμε, τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ εἶναι μεροληπτικό. Αὐτὸ ἔχει ἤδη ἀποδειχθεῖ ἀπὸ τὸν Πὼλ Μπαιρὸκ ὁ ὁποῖος, στὸ «Οἱ μύθοι καὶ τὰ παράδοξα τῆς οἰκονομικῆς ἱστορίας» (Mythes et paradoxes de l’ histoire économique), κατέδειξε ὅτι τὸ διεθνὲς ἐμπόριο δὲν ἐμειώθη μὲ τὸν ἴδιο ῥυθμὸ ὅπως ἡ παραγωγὴ τῶν ἐν λόγῳ χωρῶν, καὶ ὅτι ἡ μείωση τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου δὲν θὰ μπορούσε νὰ ἔχει προκαλέσει τὴν Ὕφεση. Τὸ ἴδιο κατέδειξε καὶ πιὸ πρόσφατα ὁ Ζὰκ Σαπὶρ σὲ ἕνα κείμενο ποὺ ἐδημοσιεύθη στὶς 8 Ιανουαρίου 2009 μὲ τίτλο «Θα ὀδηγήσει ἡ παρούσα κρίση σὲ πόλεμο; Ψευδὴ καὶ ἀληθινὰ μαθήματα ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1930». Ὁ Σαπὶρ ὑπενθυμίζει ὅτι «τὸ σημαντικὸ μέρος τῆς συρρικνώσεως τοῦ ἐμπορίου ἐπραγματοποιήθη μεταξὺ Ἰανουαρίου 1930 καὶ Ἰουλίου 1932, δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ τὴν θέσπιση προστατευτικῶν ἢ αὐταρχικῶν μέτρων σὲ ὁρισμένες χῶρες». Ἐκτὸς αὐτοῦ, ἐὰν τὸ μερίδιο τῶν ἐξαγωγῶν τῶν ἐμπορευμάτων στὸ ΑΕΠ τῶν μεγάλων, βιομηχανικῶν χωρῶν πράγματι μετακινήθη ἀπὸ τὸ 9,8% σὲ 6,2% μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1929 καὶ 1938, θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἦταν μόνο 12,9% τὸ 1913.
Οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου ξεχνοῦν ἐπίσης ὅτι στὴν δεκαετία τοῦ 1930 τὸ διεθνὲς ἐμπόριο ἀποτελεῖτο οὐσιαστικὰ ἀπὸ πρῶτες ὕλες, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἀντιπροσώπευαν τὰ δύο τρίτα τοῦ ἐν λόγῳ ἐμπορίου, ἐνῶ σήμερα τὰ δύο τρίτα τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου ἀποτελοῦνται ἀπὸ μεταποιημένα προϊόντα. Στὴν πραγματικότητα, ἡ ἀληθινὴ αἰτία τῆς συρρικνώσεως τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου στὴν δεκαετία τοῦ 1930 δὲν ἦταν ὁ προστατευτισμός ἀλλὰ ἡ ἀπότομη αὔξηση τοῦ κόστους μεταφορᾶς καὶ παραδόσεως, ἡ ἐκτεταμένη ἀποδιοργάνωση τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος ποὺ ἐπακολούθησε μετὰ τὴν συσσώρευση τῶν «ἀνταγωνιστικῶν» ὑποτιμήσεων οἱ ὁποῖες ἀποφασίστηκαν μετὰ ἀπὸ τὸ λάθος τῆς Οἰκονομικῆς Διάσκεψης τοῦ Λονδίνου τὸ 1933, καὶ ἡ συρρίκνωση τῆς διεθνοῦς ρευστότητος (ἡ ὁποία ἔπεσε κατὰ 35,7% τὸ 1930 καὶ 26,7% τὸ 1931), καὶ ποὺ ὀδήγησε σὲ μία κρίση ζητήσεως καταλήγωντας σὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Τζὸν Μέϊναρντ Κέυνς ὀνόμασε «ἰσορροπία τῆς ὑποαπασχολήσεως». Ὅσο γιὰ τὴν Δασμολογικὴ Πράξη Σμούτ-Χώλεϋ, τὸ μόνον ποὺ ἐπέφερε ἦταν νὰ ἀνέλθῃ ὁριακὰ τὸ ἐπίπεδο τοῦ προστατευτισμοῦ στὸν κόσμο.
Ἦταν ἠ ἐξέταση αὐτῆς τῆς κρίσεως τῆς δεκαετίας τοῦ 1930 ποὺ ἔκανε τὸν Κέυνς νὰ συνειδητοποιήσῃ τὴν σημασία τῆς τροφοδοτήσεως τοῦ διεθνοῦς συστήματος μὲ ρευστότητα, καὶ ποὺ τὸν ὀδήγησε -ἐνῶ ἕως τότε ἦταν μᾶλλον θετικὰ προδιατεθειμένος στὸ ἐλέυθερο ἐμπόριο- νὰ θεωρήσῃ ὅτι τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο δὲν εἶχε περισσότερα ὀφέλη νὰ προσφέρῃ, καὶ νὰ ταχθῇ ὅλο καὶ περισσότερο ὑπὲρ τοῦ προστατευτισμοῦ, ἰδίως στὸ περίφημο ἄρθρο του τὸ 1933, «Αὐτάρκεια σὲ Ἐθνικὸ ἐπίπεδο» (National Self-Sufficiency). Ὁ Κέυνς γράφει ἐκεῖ ὅτι
«ὁ παρηκμασμένος διεθνῆς ἀλλὰ ἀτομικιστικὸς καπιταλισμός, στὰ χέρια τοῦ ὁποίου περιπέσαμε μετὰ τὸν [Μεγάλο] Πόλεμο, δὲν εἶναι μιὰ ἐπιτυχία. Δὲν εἶναι εὐφυῆς, δὲν εἶναι ὄμορφος, δὲν εἶναι δίκαιος, δὲν εἶναι ἐνάρετος — καὶ δὲν ἀποφέρει τὰ ἀγαθά».
Ἡ Ἀμερικανικὴ παραγωγὴ τὸ 1938 ἦταν ἀκόμα κατώτερη ἀπὸ ἐκείνη τοῦ 1929. Γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἡ πολεμικὴ προσπάθεια ποὺ θὰ καταστήσει ἐφικτὴ τὴν ἐπανέναρξη τῆς μηχανῆς, σὲ βάρος τῆς ἐκρήξεως τοῦ δημοσίου χρέους, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ σταματήσει νὰ αὐξάνεται. Εὔλογα θὰ ἀναρωτηθεῖ κανεῖς ἐὰν ἡ ἐπίμονη ἄρνηση τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος νὰ περιορισθῇ εἶναι τελικῶς αὐτὴ ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα φέρει τὸν κίνδυνο νὰ προκαλέσῃ πόλεμο (μὲ τὸ Ἰρὰν γιὰ παράδειγμα). Ἔρχεται μία στιγμή ὅπου τὸ κεφάλαιο, ἀντιμέτωπο μὲ τὴν φυσικὴ ἐξέλιξη τῆς μειώσεως τῶν ποσοστῶν τοῦ κέρδους, καὶ τὴν ἀδυναμία ἐξεύρεσης νέων ἀγορῶν, μπορεῖ μόνον νὰ ποντάρῃ στὸν πόλεμο γιὰ νὰ ἐξεύρῃ ἕνα νέο ἐρέθισμα, πρῶτον μὲ τὴν μορφὴ τῆς παραγωγῆς ὅπλων, καὶ στὴν συνέχεια μὲ τὴν ἀνασυγκρότηση ποὺ ἐπακολουθεῖ μετὰ ἀπὸ μία μαζικὴ καταστροφὴ λόγῳ τῆς συρράξεως.
Μία ἄλλη τακτικὴ τῶν ἐλευθεροεμποριστῶν συνίσταται στὸ νὰ καταγγέλουν τὸν προστατευτισμὸ σὲ ἐθνικὸ ἐπίπεδο. Κατόπιν, δὲν δυσκολεύονται νὰ δείξουν ὅτι ὁ προστατευτισμὸς σήμερα θὰ ἦταν ἀμφότερα ἀδύνατον νὰ ἐφαρμοσθῇ καὶ ἀναποτελεσματικός. Τὰ ἔθνη-κράτη, ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν χρηματοοικονομικῶν ῥοῶν καὶ ἀνταλλαγῆς ἐμπορευμάτων, δὲν εἶναι πλέον ἴσα μὲ τὴν διεθνῆ οἰκονομία. Δὲν ἦταν πάντα ἔτσι. Στὸ παρελθόν, ὁ προστατευτισμός ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα μιὰ ἀναγκαιότητα γιὰ ἀναδυόμενες χῶρες ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ οἰκοδομήσουν, ἐλεύθερες ἀπὸ ἕναν ἀνταγωνισμὸ τὸν ὁποῖον δὲν ἦταν ἀκόμη σὲ θέση νὰ ἀντιμετωπίσουν, βιομηχανίες ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν διεθνῆ ἀνταγωνισμὸ σὲ μεταγενέστερο στάδιο.
Ὁ Φρειδερῖκος Λὶστ (1789 – 1846) ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρῶτους θεωρητικοὺς τοῦ προστατευτισμοῦ. Γιὰ τὸν Λίστ, ποὺ δὲν ἦταν ἀντι-φιλελεύθερος – οἱ θέσεις του εἶναι σαφῶς διάκριτες ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ υἱοθέτησε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ὁ Φίχτε στὸ «Κλειστὸ Ἐμπορικὸ Κράτος» (The Closed Commercial State) – ὁ προστατευτισμὸς ἀντιπροσώπευε ἕνα ὁπλοστάσιο ἀπὸ μεταβατικὰ μέτρα ποὺ ἐπιτρέπουν τὴν ἐπίτευξη τοῦ ὁρίου ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ἀσκεῖται ἀνταγωνισμὸς μεταξὺ χωρῶν σὲ ἀνόθευτη βάση. Δὲν ἔκανε λάθος: ἡ οἰκονομικὴ ἄνοδος ὅλων τῶν μεγάλων βιομηχανικῶν χωρῶν, ἀρχίζοντας μὲ τὶς ΗΠΑ καὶ τὴν Ἰαπωνία, ξεκίνησε στὸ πλαίσιο τῆς προστατευμένης ἀγορᾶς ἀπὸ ὅπου οἱ ἐπενδυτικὲς στρατηγικὲς θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναπτυχθοῦν.
Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ προστατευτισμὸς εἶναι μόνον γιὰ προσωρινὴ χρήση, καὶ ὅτι θὰ πρέπει νὰ διατηρεῖται μόνον γιὰ χῶρες ποὺ ἀκόμη δὲν μποροῦν νὰ πληρώσουν γιὰ τὴν πολυτέλεια τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου (πάντα εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προστατεύονται οἱ στρατηγικὰ σημαντικὲς βιομηχανίες, γιὰ παράδειγμα). Σήμερα, τὸ ἐρώτημα εἶναι ἐὰν θὰ θεσπισθῇ προστατευτισμὸς σὲ Εὐρωπαϊκὸ ἠπειρωτικὸ ἐπίπεδο. Αὐτὸ παρέχει καὶ μία ἀπάντηση στὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὁ προστατευτισμὸς θὰ εἶναι «ἀδύνατον» ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἐξῆς ἐπειδὴ πρακτικὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον ὁποιαδήποτε αὐστηρῶς ἐθνικά προϊόντα, λόγῳ τοῦ διεθνοῦς κατακερματισμοῦ τῶν παραγωγικῶν διεργασιῶν καὶ τῆς γεωγραφικῆς διασπορᾶς τῆς ὑπεργολαβίας, ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἕνα μέρος ἑνὸς αὐτοκινήτου ἢ ἀεροπλάνου νὰ ἔχει κατασκευασθεῖ σὲ μία χώρα, ἕνα ἄλλο μέρος σὲ ἄλλη χώρα, καὶ οὔτῳ καθεξῆς.
Ὁ ῥυθμιστὴς τῶν ὑδάτων ἑνὸς καναλιοῦ δὲν εἶναι ἕνας ὑδροφράκτης: δὲν ἐμποδίζει τὸ ὕδωρ νὰ ῥέῃ ἀλλὰ ἐπιτρέπει νὰ ῥυθμίζεται τὸ ὕψος του. Ὁμοίως, ὁ προστατευτισμὸς δὲν εἶναι αὐτάρκεια. Δὲν εἶναι ὁ θεσμὸς τῶν ἀνυπερβλήτων τειχῶν ποὺ μετατρέπουν χῶρες σὲ ἀπόρθητα φρούρια. Σὲ μιὰ Εὐρώπη ποὺ ἀπειλεῖται κυρίως ἀπὸ τὸν ἀποπληθωρισμὸ τῶν μισθῶν καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἀνάθεση θέσεων ἐργασίας, ὁ πρῶτος στόχος τοῦ προστατευτισμοῦ θὰ ἦταν νὰ επιτρέψῃ στὴν ἐσωτερικὴ ζήτηση νὰ ἀνακάμψῃ. Μόνον μία προστατευμένη Εὐρώπη μπορεῖ νὰ ἀναζωπυρώσῃ τὴν ζήτηση μέσῳ τῶν μισθῶν. Ὅπως γράφει ὁ Ζὰκ Σαπίρ,
«τὸ νὰ αὐξηθοῦν οἱ μισθοὶ χωρὶς νὰ ἀγγίζεται τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο εἶναι εἴτε ὑποκρισία ἢ βλακεία».
Γιὰ τὴν Εὐρώπη, τὸ ζήτημα εἶναι νὰ γίνῃ ἕνας χῶρος μὲ οἰκονομικοὺς κανονισμοὺς τέτοιους ποὺ νὰ τὴν προστατεύουν ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπιβλαβεῖς ἐπιπτώσεις τῆς οἰκονομικῆς καὶ χρηματοπιστωτικῆς παγκοσμιοποιήσεως δηλαδὴ τὸ ντάμπινγκ τῶν τιμῶν καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἀνάθεση θέσεων ἐργασίας σὲ χῶρες μὲ χαμηλὸ εἰσόδημα, καθὼς καὶ νὰ θέσει κανόνες ἀμοιβαιότητος στὸ διεθνὲς ἐμπόριο.
Μόνον ἕνα σύστημα ἐμπορικῆς προστασίας καὶ «ἀντισταθμιστικῶν δασμῶν» μπορεῖ νὰ βάλῃ τέλος στὴν ὑποτίμηση καὶ στὴν ἀνεπαρκῆ ἀμοιβὴ τῆς ἐργασίας, καὶ νὰ προκαλέσῃ τὴν ἄνοδο τῆς ἐσωτερικῆς ζητήσεως καὶ πάλι, ἐλέγχοντας τὶς ἀνταλλαγὲς ἀγαθῶν καὶ ὑπηρεσιῶν μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε οἱ εὐρωπαϊκὲς οἰκονομίες νὰ μὴν τιμωροῦνται πλέον ἀπὸ τὶς de facto εὐκαιρίες ποὺ προσφέρονται στὶς χῶρες τῶν ὁποίων οἱ κοινωνικὲς καὶ περιβαλλοντικὲς συνθῆκες παραγωγῆς διαφέρουν ῥιζικῶς ἀπὸ τὶς δικές μας. Ἡ αὔξηση τῶν μισθῶν καὶ ἡ ἀναζωπύρωση τῆς ζητήσεως μέσῳ τῆς καταναλώσεως μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῇ μόνον μὲ τὴν θέσπιση τῶν μέτρων τῆς τελωνειακῆς προστασίας, ἀντισταθμίζοντας ταυτοχρόνως τὶς ζημίες ποὺ ἐνδέχεται νὰ προκύψουν τελικῶς ἀπὸ τὸ κλείσιμο ὁρισμένων ξένων ἀγορῶν.
Ὅσον ἀφορᾷ τὶς ἐμπορικὲς ὑποθέσεις, σίγουρα μπορεῖ νὰ φαντασθῇ κανεῖς ἕνα νέο κοινὸ δασμολόγιο, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ σύστημα ἐνέχει τὸν κίνδυνο νὰ δυσκολευθῇ νὰ καθορίσῃ τὸ ἀκριβὲς ἐπίπεδο τῶν ἀντισταθμιστικῶν δασμῶν τοῦ σημερινοῦ συστήματος μὲ τὶς κυμαινόμενες συναλλαγματικὲς ἰσοτιμίες. Οἱ συναλλαγματικὲς ἰσοτιμίες μεταξὺ τοῦ δολλαρίου, τοῦ εὐρὼ καὶ τοῦ γιὲν ποικίλλουν συνεχῶς, καὶ ἕνας τελωνειακὸς δασμὸς σὲ εἰσαγόμενα προϊόντα θὰ μποροῦσε ὡς ἐκ τούτου γρήγορα νὰ καταστῇ ἀναποτελεσματικός. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ καλλίτερο σύστημα παραμένει ἐκεῖνο ποὺ προτείνεται ἀπὸ τὸν Μωρὶς Ἀλλέ, τὸ ὁποῖο βασίζεται σὲ ποσοστώσεις εἰσαγωγῆς, ποὺ ἐνδεχομένως θὰ μποροῦσε νὰ ἐξωτερικευθῇ. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ πού, γιὰ παράδειγμα, οἱ Κινέζοι κατασκευαστὲς κλωστοϋφαντουργικῶν ὑπερβαίνουν τὴν ποσόστωση τῶν εἰσαγωγῶν τους, θὰ πρέπει νὰ καταβάλλουν ἕνα ὁρισμένο ποσὸ στὴν Ε.Ε., ἢ νὰ μεταφέρουν παραγωγικὲς μονάδες πρὸς τὴν Εὐρώπη προκειμένου νὰ δημιουργηθοῦν νέες θέσεις ἐργασίας ἐδῶ. Μία ἄλλη λύση θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ θέσπιση ἑνὸς φόρου ἀντι-ντάμπινγκ, ὅπως ἤδη ὑπάρχει γιὰ ὁρισμένα προϊόντα (παράδειγμα, τὰ ποδήλατα ποὺ εἰσάγονται ἀπὸ τὴν Κίνα).
Ἀλλὰ τὰ προστατευτικὰ μέτρα δὲν χρειάζεται νὰ περιορισθοῦν στοὺς δασμοὺς καὶ τὶς ποσοστώσεις εἰσαγωγῶν. Μποροῦν νὰ περιλαμβάνουν ἐπίσης νόμους ποὺ περιορίζουν τὶς ἐπενδύσεις ἀπὸ ξένες ἐπιχειρήσεις, ἐνισχύσεις πρὸς τοὺς παραγωγοὺς ἢ τοὺς ἀγοραστές, ὑποτιμήσεις, κοινωνικὰ ἢ δημοσιονομικὰ μέτρα, θέσπιση τεχνολογικῶν καὶ ὑγειονομικῶν προτύπων, διασφαλιστικὲς ῥῆτρες, καὶ οὔτῳ καθεξῆς. Γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθῇ ἐπιτυχῶς ἡ ἑτερογένεια τῶν ἐθνικῶν οἰκονομιῶν στὴν Εὐρώπη, ὁ Ζὰκ Σαπὶρ ἐπίσης τάσσεται ὑπὲρ τῆς ἐπιστροφῆς στὰ ἀντισταθμιστικὰ νομισματικὰ ποσὰ ποὺ εἶχαν θεσπισθεῖ στὴν δεκαετία τοῦ 1960, ποὺ θὰ ἐπιτρέψουν τὴν δημιουργία ἑνὸς Ταμείου στὸ ὁποῖο οἱ κοινωνικὲς καὶ οἰκολογικὲς ἀνάγκες θὰ συγκλίνουν στὴν καρδιὰ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐνώσεως.
Τέλος, ὁ προστατευτισμὸς πρέπει νὰ ἐπεκταθῇ πέραν τῶν καθαρὰ ἀρνητικῶν μέτρων. Ἀρχικά, θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσῃ στὸ νὰ σταματήσῃ ἡ ἐξωτερικὴ ἀνάθεση τῆς παραγωγής, δεδομένου ὅτι ἔχοντας ἐγγύτερα τὶς ἀγορὲς μειώνεται τὸ κόστος καθὼς καὶ οἱ περιβαλλοντικοὶ κίνδυνοι ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐξωτερικὴ ἀνάθεση σὲ πλανητικὸ ἐπίπεδο (γιὰ παράδειγμα, σχεδὸν ὅλα τὰ ἀγγουράκια ποὺ καταναλώνονται στὴν Γαλλία σήμερα παράγονται στὴν Ἰνδία· οἱ Κινέζικες φράουλες εἶναι πολὺ φθηνότερες ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες τοῦ Περιγκό, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται 20 φορὲς περισσότερο πετρέλαιο γιὰ τὴν μεταφορά τους!), κάτι ποὺ θὰ ἐπιτρέψει ἐπίσης καλλίτερο ἔλεγχο τῆς ποιότητος τῶν προϊόντων. Θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ ὀδηγήσῃ στὴν καθιέρωση μιᾶς πραγματικῆς Εὐρωπαϊκῆς κυριαρχίας σὲ θέματα βιομηχανίας, χάριν τῆς ἐνισχύσεως τῆς συνεργασίας μεταξὺ τῶν μεγάλων βιομηχανικῶν παραγόντων, οἱ ὁποῖοι θὰ μποροῦσαν νὰ συμφωνήσουν σὲ κοινὲς στρατηγικὲς στὸν τομέα τῆς παραγωγῆς καὶ τὴν κατάκτηση ξένων ἀγορῶν. Ὁ προστατευτισμός, μὲ μία λέξη, εἶναι ἡ ὑιοθέτηση μιᾶς προτίμησεως γιὰ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς.
Ὁ ἀντικειμενικὸς σκοπὸς εἶναι νὰ γενικευθῇ ἡ ἀρχὴ τῶν ἐπικεντρωμένων οἰκονομιῶν καὶ νὰ «ῥυθμίζονται οἱ ἐμπορικὲς ἀνταλλαγὲς σὲ ἐπίπεδο μεγάλων γεωγραφικῶν ζωνῶν ἀρκούντως σημαντικοῦ μεγέθους γιὰ νὰ ἀποφεύγεται ἡ δημιουργία κατεστημένων συμφερόντων – ὁ κίνδυνος τοῦ προστατευτισμοῦ – ἐνῶ ὁ προστατευτισμὸς νὰ καταστῇ ἕνα μέσο γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ κόσμου». Ὑπάρχει προφανῶς μιὰ ἰσχυρὴ ἀντιστοιχία μεταξὺ τοῦ προστατευτισμοῦ ὀργανωμένου σὲ ἠπειρωτικὸ ἐπίπεδο καὶ τοῦ κινήματος πρὸς ἕναν πολυπολικό κόσμο, ὅπου οἱ διαφορετικοὶ πόλοι ἐπίσης θὰ παίξουν ῥυθμιστικὸ ρόλο ὡς πρὸς τὴν παγκοσμιοποίηση ποὺ ‘τρέχει’. Ὁ προστατευτισμός, ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια, εἶναι ὄχι μόνον ἕνα οἰκονομικὸ ὅπλο, ἀλλὰ καὶ ἕνα πολιτικὸ ὅπλο ποὺ ἐπιτρέπει τὴν ἐπιβολὴ τῶν συνόρων σὲ μιὰ σφαῖρα ἐπιρροῆς ἢ σὲ ἕνα πολιτιστικὸ καὶ πολιτισμικὸ μπλόκ. Ὅπως ἔχει γράψει καὶ ὁ Ραφαὴλ Βιντρεμπὲρ (Raphaël Wintrebert),
«ἡ ‘ἐμπορικὴ πολιτική’ εἶναι, πάνω ἀπ’ ὅλα, πολιτικὴ ἄρα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποβιβασθῇ στὰ τεχνικὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν τοὺς ἐμπειρογνώμονες».
Ἡ υἱοθέτηση τῶν μέτρων αὐτῶν δὲν παρουσιάζει σχεδὸν κανένα ἰδιαίτερο τεχνικὸ πρόβλημα. Ἀλλὰ εἶναι ἀντιμέτωπη μὲ τὴν παντελῆ ἔλλειψη βουλήσεως ἐκ μέρους τῶν Εὐρωπαίων ἠγετῶν. Οἱ πιὸ ἀποφασισμένοι ὑπέρμαχοι τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου εὑρίσκονται στὴν Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή, στὴν καρδιὰ τῶν πολυεθνικῶν, στὴν Παγκόσμια Τράπεζα καὶ στὸ ΔΝΤ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κοινὴ γεωργικὴ πολιτική, ἡ Εὐρώπη εἶναι σήμερα «ἡ ἤπειρος τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου σὲ ἕναν κόσμο προστατευτισμοῦ». Αὐτός ὁ ἐλευθεροεμπορικὸς προσανατολισμὸς ἐτέθη σὲ κυρίαρχη θέση ἀπὸ τὴν ἀρχή, δεδομένου ὅτι ἡ Συνθήκη τῆς Ῥώμης τοῦ 1957 προέβλεπε ἤδη τὴν «προοδευτικὴ ἐξάλειψη τῶν περιορισμῶν τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου».
Ἡ Συνθήκη τοῦ Ἀμστερνταμ τοῦ 1997 μάλιστα ἐπροχώρησε τόσο πολύ ὥστε νὰ καταργήσῃ τὸ μόνο ἄρθρο (44[2]) τῆς Συνθήκης τῆς Ῥώμης ποὺ ἀναφερόταν σὲ «φυσικὴ προτίμηση». Σήμερα, θεωρεῖται ἡ «κοινοτικὴ προτίμηση» ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς ῥῆτρες τῶν εὐρωπαϊκῶν συνθηκῶν, καθὼς καὶ τὶς δεσμεύσεις ποὺ ἀνελήφθησαν ἀπέναντι στὸν Παγκόσμιο Ὀργανισμὸ Ἐμπορίου. Γι ‘ αὐτὸ ἡ Εὐρώπη, τὰ τελευταῖα ἔτη, ὑπῆρξε ὁ καλλίτερος μαθητὴς τοῦ ἐλευθεροεμπορισμοῦ ποὺ προωθεῖ ὁ Π.Ο.Ε.: στὴν καρδιὰ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐνώσεως, τὸ σύνολο τῶν τελωνειακῶν δασμῶν δὲν ἀντιπροσωπεύει περισσότερο ἀπὸ τὸ 2% τῆς συνολικῆς ἀξίας τῶν συναλλαγῶν (πού, γιὰ νὰ φέρω ἕνα παράδειγμα, ὀδήγησε σὲ ἔλλειμμα τοῦ ἐμπορικοῦ ἰσοζυγίου σὲ σχέση μὲ τὴν Κίνα πάνω ἀπὸ 80%).
Τὸ ἐπίσημο δόγμα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐνώσεως εἶναι νὰ δεχθῇ τὴν ἐξαφάνιση ἑνὸς ὁρισμένου ἀριθμοῦ τῶν βιομηχανιῶν ὑψηλῆς ἐντάσεως ἐργατικοῦ δυναμικοῦ γιὰ νὰ ἐπικεντρωθῇ στὶς βιομηχανίες μὲ ὑψηλὴ προστιθέμενη ἀξία, ἀλλὰ ποὺ ἀπασχολοῦν λίγα ἄτομα. Ὑπὸ τὶς συνθῆκες αὐτές, οἱ θέσεις ἐργασίας στοὺς τομεῖς τῶν καινοτόμων σαφῶς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθμίσῃ τὶς θέσεις ἐργασίας ποὺ χάνονται στοὺς τομεῖς ποὺ ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Εὐρωπαϊκή Ένωση δὲν ἦταν ποτὲ σὲ θέση νὰ διακρίνῃ σαφῶς μεταξὺ τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν μή-ἐμπορικῶν δραστηριοτήτων, ἢ νὰ ἀποφασίσῃ ἐὰν πρέπει ἢ ὄχι νὰ προστατευθῇ ἔναντι τοῦ ἀνταγωνισμοῦ ἐκείνου ποὺ ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι καταστροφικὸς γιὰ τὰ κράτη-μέλη. Δὲν ἀποτελεῖ ἔκπληξη λοιπόν ὅτι ἡ βιομηχανία της συρρικνώνεται σταθερὰ καὶ ὅτι ἡ μεσαία τάξη της βυθίζεται στὴ φτώχεια.
Ὁ Ἐμμανουὴλ Τὸντ δὲν διστάζει νὰ εἰπῇ ὅτι τὸ μέλλον θὰ εἶναι εἴτε προστατευτισμὸς ἢ χάος — ἢ προστατευτισμὸς μετὰ τὸ χάος. Ὁ Ζάν-Λὺκ Γκρῶ ἀπὸ τὴν πλευρά του θεωρεῖ ὅτι «ἡ ἐπιστροφὴ ἑνὸς νέου προστατευτισμοῦ εἶναι ἀναπόφευκτη». Ὅσον γιὰ τὸν Ζὰκ Σαπίρ, γράφει ὅτι «ἐν ὄψει τῆς κρίσεως ποὺ ἀναπτύσσεται σήμερα, ὁ συνδυασμὸς τοῦ προστατευτισμοῦ μὲ μιὰ ἐπιστροφὴ σὲ συστήματα κεφαλαιακοῦ ἐλέγχου, τέτοια ποὺ θὰ σταθεροποιήσουν τὴν μετατρεψιμότητα τῶν νομισμάτων βάσει ἐμπορικῶν συναλλαγῶν ἀγαθῶν καὶ ὑπηρεσιῶν φαίνεται νὰ εἶναι ἡ μόνη βάση γιὰ ὁποιαδήποτε λύση, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση μετὰ τὴν κρίση τῆς δεκαετίας τοῦ 1930. Ἀλλά, ὅπως καὶ τὸ 1944, μιὰ τέτοια θέση μπορεῖ νὰ ὑλοποιηθῇ μόνον μὲ ἐναντίωση στὶς ΗΠΑ…
Ἡ προάσπιση τῆς οἰκονομικῆς κυριαρχίας δὲν εἶναι συμβατὴ μὲ τοὺς στόχους τῆς Ἀμερικανικῆς πολιτικῆς… Ὡς ἐκ τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ καμμία μεταρρύθμιση καὶ καμμία διέξοδος ἀπὸ τὴν κρίση παρά μόνον μὲ βάση μιὰ ἀντιπαράθεση μὲ τὴν Ἀμερικανικὴ πολιτική».
Τὰ ὁμόφωνα μυαλὰ τῆς Νέας Τάξεως ὡστόσο θὰ συνεχίσουν νὰ λυσσομανοῦν κατὰ τοῦ διαβόλου τοῦ προστατευτισμοῦ, ποὺ συχνὰ περιγράφουν ὡς τὴν «χείριστη τῶν λύσεων» (Ζάν-Μαρὶ Κολομπανί) καὶ τὸ «θανατηφόρο δηλητήριο τῆς οἰκονομίας» (Κλὼντ Ιμπέρ). Παρατηρώντας αὐτὴν τὴν ὁμοφωνία, ὁ Ἐμμανουὴλ Τὸντ θεωρεῖ ὅτι εἶναι πλέον εὔκολο νὰ καταδειχθῇ ὅτι τὸ πραγματικὸ ἐμπόδιο ἀναφορικὰ μὲ τὸν προστατευτισμὸ ἔγκειται σὲ μιὰ ἰδεολογικὴ νοοτροπία ποὺ μπορεῖ νὰ περιγραφῇ ὡς ἐλευθεριακή-φιλελεύθερη: ναρκισσισμός, ἀτομικισμός, ἐμμονὴ μὲ τὰ χρήματα, καὶ κατάφωρη περιφρόνηση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
«Γιὰ ἐμένα», δηλώνει, «ὁ ἄκρατος ἀτομικισμὸς δὲν εἶναι κάποια ἀρχέγονη ἐμμονὴ στὴν οἰκονομία τῆς ἀγορᾶς, στὴν ἀπόρριψη ὅλων τῶν τελωνειακῶν φραγμῶν· εἶναι ἡ προσήλωση στὴν ἰδέα τοῦ ἀτόμου ὡς ἀπόλυτος μονάρχης, στὴν ἰδέα ὅτι ἀπαγορεύεται νὰ τοῦ ἀπαγορεύουν, σὲ αὐτὸ τὸ φαινόμενο τῶν ναρκισσιστικῶν συμπεριφορῶν ποὺ ἀναλύθηκαν ἀπὸ τὸν Λάς, κάτι ἐξαιρετικὰ μαζικὸ καὶ διάσπαρτο ταυτοχρόνως… Ὁ μέγας βαρὺς ἀρνητικὸς παράγων εἶναι αὐτὴ ἡ ἐξατομίκευση, αὐτὴ ἡ μετατροπὴ τῶν συμπεριφορῶν σὲ ναρκισσιστικές, αὐτὴ ἡ βαριὰ προκατάληψη κατὰ τῆς συλλογικῆς δράσεως». Ὅμως ὁ ἀτομικισμὸς αὐτός, εἶναι στὴν πραγματικότητα ἑνας ἀτομικο-παγκοσμιοποιητισμός, καὶ ὁ παγκοσμιοποιητισμὸς αὐτὸς εἶναι σύμφωνος μὲ τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ κατατάσσεται στὴν ὅλη ἰδέα «ἑνὸς κόσμου χωρίς σύνορα», ὅπου τὰ ἔθνη ἀναπόφευκτα θὰ «ἀντικατασταθοῦν». Ὁ Τὸντ ἐπισημαίνει ἀκόμη ὅτι,
«σὲ διεθνὲς ἐπίπεδο, τόσο ὁ παγκοσμιοποιητισμὸς ὅσο καὶ ὁ ἀντι-ρατσισμὸς συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν κυριαρχία τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου. Ἡ ἰδέα τοῦ ἀνοίγματος, τῆς ὑπερβάσεως ὅλων τῶν διαφορῶν, ἐκεῖ ὀδηγεῖ».
Ἡ προστατευτικὴ νομοθεσία εἶναι σίγουρα μόνον ἕνα διορθωτικό, καὶ μία ἐκδοχὴ τῆς οἰκονομίας τῆς ἀγορᾶς, ὄχι μία ἐναλλακτικὴ λύση στὴν οἰκονομία τῆς ἀγορᾶς. Δὲν ἀμφισβητεῖ θεμελιωδῶς ὅλα τὰ προνόμια τοῦ κεφαλαίου, ἢ τὶς σχέσεις ἐξουσίας στὶς ἐπιχειρήσεις. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ προστατευτισμὸς εἶναι μιὰ μεταρρύθμιση. Ὑπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες, ὀδηγούμαστε σὲ αὐτὸν ἐπειδὴ φροντίζουμε νὰ ἀποφύγουμε τὰ χειρότερα.
Τὸ παραπάνω κείμενο ἦταν ἔνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Alain de Benoist «Στὸ Χεῖλος τῆς Ἀβύσσου» (ἐκδόσεις Arktos, 2015). Ἐὰν σᾶς ἄρεσε, μπορεῖτε νὰ προμηθευτεῖτε τὸ βιβλίο. Πρόκειται γιὰ μία συλλογὴ πραγματειῶν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς διεθνοῦς χρηματοπιστωτικῆς κρίσεως τοῦ 2008 καὶ τῶν ἐπακόλουθων συνεπειῶν της.
(Ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς ἐκδόσεως)
«Τὸ πρόβλημα μὲ τὶς περισσότερες συζητήσεις περὶ τῆς κρίσεως, τονίζει ὁ ντὲ Μπενουά, εἶναι ὅτι ἐπικεντρώνονται στὴν προσπάθεια νὰ μεταρρυθμίσουν τὸ παρὸν οἰκονομικὸ σύστημα προκειμένου νὰ ἀποτρέψουν τέτοιες καταστροφὲς ἀπὸ τὸ νὰ ξανασυμβοῦν. Αὐτὸ εἶναι λάθος, λέγει, δεδομένου ὅτι τὸ πρόβλημα στὴν πραγματικότητα ἔγκειται στὴν ἴδια τὴν φύση τοῦ διεθνοῦς καπιταλισμοῦ στὴν σημερινή του μορφή, ἕνα σύστημα ποὺ βάζει τὶς ἀνεξέλεγκτες ἀτομικὲς ἐπιθυμίες πάνω ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς κοινωνίας, ποὺ προστατεύει τὸν ὑπερβολικὸ πλοῦτο σὲ βάρος τῆς μεσαίας τάξεως καὶ τῶν φτωχῶν στρωμάτων, καὶ ποὺ προκαλεῖ τόσο μεγάλη δυστυχία καὶ δεινὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο διευκολύνοντας τὶς πολυεθνικὲς τῶν πλουσιωτέρων χωρῶν νὰ ἐξωτερικεύσουν τὶς θέσεις ἐργασίας τους σὲ ἄλλες χῶρες, ποὺ εἶναι σὲ μειονεκτικὴ θέση, σὲ βάρος καὶ τῶν δύο. Εἶναι τὸ ὅλο σύστημα αὐτὸ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἀμφισβητηθῇ θεμελιωδῶς.
Ὁ ντὲ Μπενουὰ θεωρεῖ τόσο τὴν Δεξιὰ ὅσο καὶ τὴν Ἀριστερά ἐξίσου ὑπεύθυνες γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή, ἐφόσον ἡ ἐπικρατούσα τάση καὶ στοὺς δύο εἶναι νὰ ἀποδέχονται ἀνεπιφύλακτα τὴν ἰδέα ὅτι ὁ ἐλευθεριακὸς καὶ παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμὸς εἶναι ὄχι μόνον τὸ ὅ,τι καλλίτερο ἀλλὰ καὶ ἡ μόνη ἐπιθυμητὴ μέθοδος νὰ δομοῦνται οἱ οἰκονομίες παντοῦ στὸν κόσμο σήμερα. Ἐν τῷ μεταξὺ τὸ διεθνὲς χρηματοπιστωτικὸ σύστημα παραπαίει στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, μὲ τὸ Ἀμερικανικὸ χρέος στὰ ὕψη καὶ τὸ εὐρὼ στὰ πρόθυρα τῆς καταρρεύσεως. Ὁ ντὲ Μπενουὰ ἐρευνᾷ ὄχι μόνον τὶς ῥίζες τοῦ πῶς ἐφθάσαμε σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ἀλλὰ καὶ διατυπώνει προτάσεις ὡς πρὸς τὸ τὶ μπορεῖ νὰ γίνῃ γι’ αὐτήν.
Ἡ παρούσα κρίση δὲν εἶναι ἀπλῶς προσωρινή· εἶναι ἡ ἄμεση συνέπεια τῆς λογικῆς τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ κεφαλαίου, ποὺ ξέρει μόνον ἕνα σύνθημα: περισσότερα! Περισσότερα κέρδη, περισσότερα προϊόντα, καὶ περισσότερο ἐμπόριο, ἀκόμη καὶ μὲ κόστος τὰ μέτρα λιτότητος ποὺ ἔπληξαν τὰ φτωχότερα στρώματα. Ἕνα τέτοιο σύστημα δὲν μπορεῖ νὰ διαρκέσῃ γιὰ πάντα. Ἐδῶ ἐξηγεῖ γιατί».
«Ὅποιος ἐπικρίνει τὸν καπιταλισμὸ ἐνῶ ἐπικροτεῖ τὴν μετανάστευση, τῆς ὁποίας ἡ ἐργατικὴ τάξη εἶναι τὸ πρῶτο θῦμα, καλὰ θὰ κάνει νὰ σωπάσῃ. Καὶ ὅποιος ἐπικρίνει τὴν μετανάστευση ἐνῶ ἐπικροτεῖ τὸν καπιταλισμό, καλὰ θὰ κάνει νὰ σωπάσῃ ὁμοίως»
– Στὸ Χεῖλος τῆς Ἀβύσσου, σελ. 123
Περιεχομενα
- Πρόλογος: τὸ χρῆμα
- Ἡ προέλευση τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως
- Τὸ δολλάριο, στὸ ἐπίκεντρο τῆς κρίσεως
- Τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο καὶ ὁ προστατευτισμὸς
- Θάνατος ἐπί πιστώσει
- Δημόσιο χρέος: Πῶς τὰ κράτη ἔχουν καταλήξει νὰ εἶναι κρατούμενοι τῶν τραπεζῶν
- Τὸ εὐρώ θὰ πρέπει νὰ γίνῃ ἕνα κοινὸ νόμισμα
- Οἱ μεσαῖες τάξεις καὶ οἱ ἐργατικὲς τάξεις: ἡ πολιτικὴ τῆς φτώχειας
- Μετανάστευση, ὁ ἀποθεματικὸς στρατὸς τοῦ κεφαλαίου
- Θὰ πρέπει νὰ θεσπισθῇ ἕνα εἰσόδημα τοῦ πολίτη;
- Ἐπίλογος: Ἀντιπαράθεση μὲ τὸ καπιταλιστικὸ συστήμα
- Εὑρετήριο
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Ἐδῶ ὁ γάλλος φιλόσοφος χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους free trade, liberal, και protectionism (ποὺ μετέφρασα ὡς έλεύθερο ἐμπόριο, φιλελεύθερος/-ισμός, προστατευτισμός) μὲ τὸ στερεότυπο περιεχόμενο ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει κυρίως στὸν ἀγγλοσαξωνικὸ κόσμο κατὰ τὸν 20ο αἰῶνα. Νὰ θυμόμαστε ὅτι αὐτὸ τὸ περιεχόμενο ἀποτελεῖ τὴν ἀναστροφὴ τῶν σημασιῶν τους (κατὰ τὴν προσφιλὴ συνήθεια τῶν ἀγγλοσαξώνων).
Ἡ Προπαγάνδα τῶν Λέξεων εἶναι σχετικὰ πρόσφατο φαινόμενο στὴν ἱστορία, καὶ ἰδιαίτερα συνδεδεμένο μὲ τὸν ἀγγλοσαξωνικὸ κόσμο. Ἀλλοῦ, τὸ ἀντίθετο ἦταν (καὶ παραμένει) ὁ κανόνας, πῶς νὰ εὑρίσκῃς τὶς κατάλληλες λέξεις γιὰ νὰ ὁρίζῃς μὲ τὸν σαφέστερο δυνατὸ τρόπο τὴν – ἀφηρημένη συνήθως – ἔννοια τῶν ὅρων ἢ τῶν καταστάσεων ὅπου θέλεις νὰ ἀναφερθῇς ἢ ποὺ εἰσάγεις. Φιλόσοφοι, λόγιοι, ἢ θεωρητικοὶ κάποιων ἐπιστημῶν, ἅπαντες ἀπέδιδαν ἰδιαίτερη σημασία στὴν σαφήνεια τῶν λέξεων, στὰ πονήματα καὶ τὶς θεωρίες τους — ἰδιότητα ποὺ τοὺς ἐξύψωνε στὰ μάτια τῶν ἀντιπάλων τους καὶ ποὺ συνείσφερε στὴν καθιέρωσή τους ὡς σπουδαῖοι διανοητές.
Αὐτὸ ἄρχισε νὰ ἀλλάζῃ ταυτόχρονα μὲ τὴν ἄνοδο καὶ ἐξάπλωση τοῦ «ἐμπορικοῦ πολιτισμοῦ» τῶν ΗΠΑ, καθὼς οἱ λέξεις ἀπὸ ἐργαλεῖο φιλοσόφων καὶ διανοητῶν ἐτέθησαν στὴν ὑπηρεσία τῶν στόχων τοῦ ἐμπορίου, γινόμενες ἐν τέλει ἐμπόρευμα οἱ ἴδιες. Ἡ “ἀλήθεια” ἔγινε ζήτημα τῆς ἀγορᾶς, καὶ ἡ ἀγορὰ θὰ πρέπει νὰ “πεισθῇ”. Ὅταν μεταφέρονται οἱ συνήθειες τοῦ ἐμπορίου στὴν πολιτική, τότε τὸ μάρκετινγκ γίνεται τὸ μέσο γιὰ τὴν στήριξη καὶ ἐξάπλωση τῶν πολιτικῶν ἰδεολογιῶν.
Τὸ ἀμερικανικὸ καθεστῶς ποὺ κατὰ τὸν 20ο αἰῶνα πῆρε τὰ ἠνία τοῦ ἀγγλοσαξωνικοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου – ἄρα καὶ τῆς προτεσταντικῆς ἀνηθικότητος περὶ θεοποιήσεως τοῦ χρήματος, καὶ τῶν ψευδοαξιῶν τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος ὑπερ πάντων καὶ τῆς κερδοσκοπίας (ἀέρας κοπανιστός, ἁρπαχτή) – ἐπιδόθη σὲ μία ἀδιάλειπτη ἐκστρατεία ‘μάρκετινγκ’ τῆς ἰδεολογίας του, ποὺ κάνει τοὺς μηχανισμοὺς προπαγάνδας τοῦ ναζιστικοῦ καθεστῶτος μαζὶ νὰ ὡχριοῦν. Τὶ ἐννοοῦν λοιπὸν ὅταν ἀναφέρονται σέ:
– free trade, ἐλεύθερο ἐμπόριο
α. Νὰ παρεμποδίζεται καὶ νὰ ἐξαλείφεται κάθε ἐμπόριο, ἐσωτερικὸ ἢ ἐξωτερικό, ὅλων τῶν χωρῶν, ποὺ νὰ ἀντιτίθεται στὰ δικά τους συμφέροντα.
β. Νὰ ἐπιβάλλονται πάνω στὶς ἄλλες χῶρες οἱ κανόνες, νομοθεσίες καὶ πολιτικὲς ποὺ ἐξυπηρετοῦν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον τὰ δικά τους συμφέροντα, ἐνάντια στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων χωρῶν. Οἱ ἴδιοι νὰ μὴν ὑπόκεινται σὲ κανένα νόμο, ἔλεγχο ἢ τιμωρία, μόνον ὅλοι οἱ ἄλλοι.
γ. Νὰ εἰσβάλλουν οἰκονομικὰ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη χώρα, ἀλλὰ αὐτὴ νὰ μὴν ἔχει τὸ ἐλεύθερο νὰ τοὺς διώξῃ.
δ. Νὰ παραβιάζονται σύνορα, κατηγορίες, στεγανά, καὶ διαφορές, μὲ ἰσοπεδωτικὴ ἐξομοίωση ὅλων τυχαρπάστως, μὲ τὴν συγκεκριμένη σκοπιμότητα νὰ ὠφελοῦνται οἱ λίγοι χρηματοσυσσωρευτές-παράσιτα καὶ νὰ φτωχοποιεῖται μιὰ χώρα ἢ ὁλόκληρο μπλὸκ χωρῶν.
Αὐτὴν τὴν μονόπλευρη τυραννίδα λοιπὸν ἀποκαλοῦν …«ἐλεύθερο ἐμπόριο». Γελοῦνε καὶ οἱ πέτρες.
– liberal, φιλελεύθερος/ἐλευθεριάζων
α. Ἀφορᾶ ἀποκλειστικὰ τὴν ἀσυδοσία τοῦ μεγάλου κεφαλαίου καὶ ὡς πολιτικὸ σύστημα πρόκειται γιὰ τὴν χείριστη ἀπὸ τὶς παραλλαγὲς τοῦ φασισμοῦ. Χρησιμοποιεῖται πρὸς ἐπιβολὴ σὲ ἄλλες χῶρες ἑνὸς συγκεκριμένου πακέτου ἰδεολογιῶν, τέτοιων ποὺ διαφθεῖρουν τὸν κοινωνικὸ ἱστό, νὰ προκαλοῦν κοινωνικὲς ταραχὲς καὶ πολιτικὲς δυσέριδες, καὶ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὸν πραγματικὸ σκοπὸ τῆς ἐκ τῶν ἔσω ἁλώσεως ἄλλων χωρῶν ὥστε νὰ τὶς ἐλέγχουν, καὶ ἐκεῖνες νὰ μὴν ἐξυπηρετοῦν ἢ νὰ μὴν τολμοῦν νὰ ἐξυπηρετήσουν τὰ δικά τους συμφέροντα.
β. Νὰ μὴν ἀκούγεται καμμία ἄλλη ἄποψη, νὰ μὴν ὑπάρχῃ καμμία ἄλλη δομή, σύστημα κτλ. παρὰ μόνον τὸ δικό τους, παντοῦ. Εἴπαμε, εἶναι ἕνα ἐγγενῶς φασιστικὸ μόντέλο, ποὺ προωθεῖ τὸ δόγμα μιᾶς μονοπολικῆς παγκόσμιας τάξης. Κάτι τέτοιο εἶναι φυσικὰ πλήρως ἀνελεύθερο. Ἐπειδὴ βεβαίως εἶναι καὶ ἀποκρουστικὸ ἔχουν ἐπιδοθεῖ σὲ σφοδρὴ προπαγάνδα προωθῶντας τὴν ψεύτικη εἰκόνα κάποιας δῆθεν έλευθερίας, ποὺ δὲν ὑφίσταται. Κάθε γνήσια ἔννοια καὶ ἔκφραση ἐλευθερίας, καθὼς καὶ δημοσίου πολιτικοῦ διαλόγου, προσπαθοῦν ἀπεγνωσμένα νὰ τὴν ἐξαφανίσουν – καὶ γενικότερα κάθε τὶ τὸ γνήσιο. Αὐτὸ ἐξηγεῖ καὶ τὴν μόνιμη μέθοδό τους τῆς ἀναστροφῆς ἐννοιῶν.
γ. Ἀσυδοσία, μὲ ἀνευθυνότητα καὶ ἀπαίτηση ἀτιμωρησίας. Ἡ «ἐλευθερία» ποὺ ἐπικαλοῦνται δὲν εἶναι πραγματικὴ ἐλευθερία, ἐκείνη τοῦ ἐλευθέρου καὶ ὑπευθύνου ἀνθρώπου ποὺ κάνει τὶς ἐπιλογές του καὶ λαμβάνει τὶς συνέπεις, ἀλλὰ ἐκείνη τοῦ άχαλίνωτου κτήνους ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ ἐλέξγῃ τὶς ὁρμές του ἢ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὰ πάθη του, καὶ ποὺ ἀρνεῖται τὴν εὐθύνη, τὴν λογοδοσία καὶ τὴν ποινή. Εἶναι ἡ ἀσυδοσία τοῦ ἐγκληματία γιὰ ἔγκλημα, βιασμό, καὶ δολοφονία, ποὺ μάλιστα …«καταπιέζεται» ἐὰν δὲν τὸν ἀφήσουμε νὰ ἐπιδοθῇ σὲ αὐτά, καὶ ποὺ ἀπαιτεῖ κι ἀπὸ πάνω νὰ μὴν ὑποστῇ καμμία τιμωρία, καμμία ποινή.
– protectionism, προστατευτισμός
α. Ὁτιδήποτε ἐμποδίζει τοὺς ἀσύδοτους ἐγκληματίες νὰ προβοῦν στὴν τέλεση τῶν ἐγκλήματων τους.
β. Ὁτιδήποτε ἀπειλεῖ τοὺς ἀσύδοτους ἐγκληματίες μὲ λογοδοσία, εὐθύνη, τιμωρία.
γ. Ὁτιδήποτε ἀποτελεῖ προστατευτικὸ μέσο τῶν θυμάτων κατὰ τῶν ἐγκληματιῶν. Στὸν ἐγκληματία δὲν ἀρέσουν οἱ πόρτες, ποὺ εἶναι κλειδωμένες ἀντὶ νὰ τοῦ ἀνοίγονται γιὰ νὰ μπουκάρῃ καὶ νὰ ληστέψῃ, δὲν τοῦ ἀρέσουν νὰ ἀμύνονται αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἐπιτίθεται γιὰ νὰ τοὺς δολοφονήσῃ, δὲν τοῦ ἀρέσουν οἱ συλλογικοὶ ὀργανισμοὶ διώξεως ἐγκλήματος, π.χ. οἱ ἀστυνομικοὶ ποὺ τὸν συλλαμβάνουν, τὰ δικαστήρια ποὺ τὸν καταδικάζουν κ.λπ. Ἡ αὐτοάμυνα τῶν ἄλλων καὶ τὰ μέσα διώξεως τοῦ ἐγκληματία, προφανῶς καὶ δὲν τοῦ ἀρέσουν – εἶναι προστατευτικὰ καὶ τὸν…καταπιέζουν, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλα ἐκεῖνα εἶναι «κακά». Βαριὰ πάθηση ὁ (νεο)φιλελευθερισμός, ἀλλὰ σίγουρα θεραπεύεται μὲ τὴν ἀγχόνη.