Ὅπως δὲν γνωρίζουν οἱ περισσότεροι, οἱ Φινλανδοὶ καὶ οἱ Ρῶσσοι εἶναι πάνω-κάτω ὁ ἴδιος λαός. Κλαδιὰ μὲ διαφορετικὴ πορεία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἴδιο δένδρο.
Μιὰ συνοπτικὴ ἀναδρομὴ στὴν πρόσφατη ἱστορία τῶν ρωσσοφινλανδικῶν σχέσεων τοῦ 20 αἰ., τῆς διάστασης τῶν Λευκῶν καὶ τῶν Ἑρυθρῶν ποὺ ἐπεκτάθηκε καὶ στὴν Φινλανδία, καθὼς ἦταν τότε μέρος τῆς Ρωσσικῆς αὐτοκρατορίας, καὶ τῆς συμμαχίας τῆς Φινλανδίας μὲ τὸ Γ’ Ράιχ παρουσιάστηκε πρόσφατα στὸ RT — ἐν εἴδει προετοιμασίας.
Φυσικὰ ἀφῆνει πολλὰ ἀμφιλεγόμενα στοιχεῖα στὴν ἄκρη, καὶ τὸ παραθέτω μόνον ὡς εἰσαγωγὴ καὶ κίνητρο περαιτέρω ἔρευνας. Ὁρισμένα σχόλια στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου εἶναι ἐπίσης ἐνδιαφέροντα: κάποιος πρότεινε γιὰ τίτλο “Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶχε πουθενὰ ἀφοσίωση”.
«Ρῶσσος ἀξιωματικός, Φινλανδὸς ἥρωας, σύμμαχος τοῦ Χίτλερ: Ἡ ἐντυπωσιακὴ ἱστορία τοῦ Κὰρλ Μάνερχαϊμ»
Ἄρθρο τοῦ Ρόμαν Σοῦμοφ, Ρώσσου ἱστορικοῦ ποὺ ἐπικεντρώνεται στὶς συγκρούσεις καὶ τὴν διεθνὴ πολιτικὴ, 24 Αὐγούστου 2025.
Ἀρχειοθετημένο ἐπίσης ἐδῶ.
Πρὶν ἀπὸ 80 χρόνια ὁ στρατάρχης Κὰρλ Γκούσταφ Μάνερχαϊμ ἔγινε πρόεδρος τῆς Φινλανδίας. Μία ἀσυνήθιστη προσωπικότητα, ὑπῆρξε στρατιωτικὸς διοικητὴς καὶ πολιτικὸς τόσο στὴν Ρωσσία ὅσο καὶ στὴν Φινλανδία καὶ ἄφησε πίσω του μιὰ ἀμφιλεγόμενη κληρονομιὰ καὶ στὶς δύο χῶρες.
Πέρα ἀπὸ τὰ κοινὰ σύνορα μήκους 790 μιλίων καὶ τὰ 108 χρόνια ποὺ ἀνήκαν στὸ ἴδιο κράτος, ἡ Μόσχα καὶ τὸ Ἑλσίνκι ἔχουν καὶ ἄλλα κοινὰ στοιχεῖα: τὴν περίπλοκη στάση τους ἀπέναντι στὸν Κὰρλ Γκούσταβ Μάνερχαϊμ. Ὁ Μάνερχαϊμ, ποὺ κάποτε θεωρήθηκε ἥρωας καὶ στὶς δύο χῶρες, ἦταν ἀξιωματικὸς τοῦ ρωσσικοῦ στρατοῦ καὶ ἔγινε πρόεδρος τῆς Φινλανδίας στὴν διάρκεια τοῦ Β′ Παγκοσμίου Πολέμου. Ἡ κληρονομιά του εἶναι γεμάτη μὲ ἀμφιλεγόμενα σημεῖα καὶ σημαδεύεται ἀπὸ ἀμέτρητες χαμένες ζωές, ρωσσικὲς καὶ φινλανδικές. Τὸ παρὸν ἄρθρο ἐξετάζει ποιὸς ἦταν ὁ Μάνερχαϊμ καὶ γιατί τὰ μνημεῖα καὶ οἱ προτομές του συχνὰ πασαλείφονται μὲ κόκκινη μπογιὰ σὲ ἀμφότερες τὶς πλευρὲς τοῦ συνόρου Φινλανδίας – Ρωσσίας.
Ἕνας ἀξιωματικὸς στὴν Ἁγία Πετρούπολη
Οἱ Μάνερχαϊμ ἦταν μία παλιὰ καὶ γνωστὴ οἰκογένεια ἐμπόρων καὶ ἀργότερα ἀριστοκρατῶν στὴν Σουηδία. Ἕνας ἀπόγονός της μετακόμισε στὴν Φινλανδία, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἀνῆκε στὴν Σουηδία. Ἡ οἰκογένεια συνήθισε γρήγορα τὴν ζωὴ στὴν Φινλανδία, ἀλλά, ὅσον ἀφορᾶ τὸν αὐτοπροσδιορισμὸ καὶ τὴν γλώσσα, οἱ Μάνερχαϊμ παρέμειναν Σουηδοί.
Ὡστόσο, τὸ 1809, ἡ Ρωσσία προσάρτησε τὴν Φινλανδία. Ὁ Κὰρλ Ἔρικ Μάνερχαϊμ, πολιτικὸς καὶ προπάππους τοῦ Κὰρλ Γκούσταφ Μάνερχαϊμ, διεξῆγε διαπραγματεύσεις μὲ τὸν Ρῶσσο Τσάρο Ἀλέξανδρο Α′. Ἔτσι, ὅταν γεννήθηκε ὁ Κὰρλ Γκούσταφ Μάνερχαϊμ τὸ 1867, φάνηκε ὅτι ἡ μοίρα του εἶχε στρωθεῖ.
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι γεννήθηκε σὲ μία τόσο φημισμένη οἰκογένεια, ὁ Κὰρλ Γκούσταφ δὲν ἦταν κακομαθημένος στὴν παιδική του ἡλικία. Ἡ μητέρα του προσπάθησε νὰ τὸν ἀναθρέψῃ αὐστηρά, ὥστε νὰ μεγαλώσῃ καὶ νὰ γίνῃ ἕνας γενναῖος ἄνδρας. Ὁ πατέρας του, ὡστόσο, ἦταν ἄνθρωπος ἐπιπόλαιος καὶ ἀνεύθυνος ποὺ σπατάλησε μία περιουσία καὶ ἄφησε τὴν οἰκογένειά του γιὰ νὰ ζήσῃ μὲ τὴν ἐρωμένη του.
Ἡ μητέρα τοῦ Κὰρλ Γκούσταφ πούλησε τότε τὸ μεγάλο οἰκογενειακὸ κτῆμα καὶ τὰ ὑπάρχοντά της καὶ μετακόμισε σὲ ἕνα μικρότερο κτῆμα, ὅπου πέθανε τὸ 1881. Οἱ κηδεμόνες του τὸν ἔστειλαν σὲ μιὰ συνηθισμένη σχολὴ δοκίμων. Τὸ ἀγόρι ἔμπλεκε συνέχεια σὲ μπελάδες, συχνὰ κλειδωνόταν στὸ κελὶ τιμωρίας τοῦ σχολείου καὶ ὁρισμένοι συγγενεῖς ἦταν πεπεισμένοι ὅτι τὸν περίμενε μία θλιβερὴ μοίρα.
Ὡστόσο, ἀποδείχθηκε ὅτι ὁ νεαρὸς ἦταν ἐπίσης ἀρκετὰ φιλόδοξος. Μὴ θέλοντας νὰ ἀποφοιτήσῃ ἀπὸ ἕνα κακὸ ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα καὶ νὰ περάσῃ τὴν ζωή του σὲ κάποιο φρουραρχεῖο, ἐπέδειξε μεγάλη ἐπιμονὴ καὶ μπῆκε στὴν ἐπίλεκτη Σχολὴ Ἱππικοῦ τοῦ Νικολάεφ.
Σπούδασε ἐπιμελῶς, ἀλλὰ ἡ ἐπιμέλεια δὲν ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ πάρῃ μία καλὴ θέση. Τότε ἦταν ποὺ κατέφυγε στοὺς παλιοὺς οἰκογενειακοὺς δεσμούς, τοὺς ὁποίους δὲν εἶχε ξεχάσει ὁ φτωχὸς ἀλλὰ φιλόδοξος Μάνερχαϊμ. Μέσω τῆς σύστασης τῆς νονᾶς του, τῆς βαρώνης Σκαλόν, μετατέθηκε στὸ σύνταγμα Κουιρασιὲ τῆς ἱππικῆς φρουρᾶς, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὴν ἀφρόκρεμα τῆς ἀριστοκρατίας.
Ἡ φρουρὰ ἱππικοῦ Κουιρασιὲ ἦταν ἕνα ἐπίλεκτο σύνταγμα τῆς αὐλῆς. Δὲν συμμετεῖχε στὴν μάχη, ἀλλὰ ἦταν τὸ καλλίτερο μέρος γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ κανεὶς χρήσιμες διασυνδέσεις. Σύντομα, ὁ Μάνερχαϊμ κανόνισε ἕναν ἐπικερδὴ γάμο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Εἶχε πλέον χρήματα καὶ μία καλὴ θέση, καὶ ἀκόμη καὶ ἡ διάλυση τοῦ γάμου δὲν τὸν ἀναστάτωσε ἰδιαίτερα, καθὼς ἐνδιαφερόταν περισσότερο γιὰ τὰ ἄλογα παρὰ γιὰ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή. Τὰ ἔξοδα ἀποτελοῦσαν μεγαλύτερο πρόβλημα. Οἱ καιροὶ ἀπαιτοῦσαν νὰ ἐλέγξῃ τὰ οἰκονομικά του, ἀλλὰ ὁ Κὰρλ Γκούσταφ δὲν ἦταν ἐπιχειρηματίας καὶ τὰ χρέη του μόνο μεγάλωναν. Τότε, ἡ ζωὴ τοῦ 37χρονου ἀπέκτησε ξαφνικὰ νέο νόημα μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ ρωσσοϊαπωνικοῦ πολέμου.
Ἡ Ρωσσία ἔχασε τὸν πόλεμο καὶ ὁ Μάνερχαϊμ ἀρρώστησε σοβαρὰ στὴν διάρκεια τῆς θητείας του, ἀλλὰ εἶχε ἀποδειχθεῖ πολὺ ἱκανὸς στρατιωτικὸς καὶ διοικοῦσε ἀποσπάσματα ἱππικοῦ ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ Ἀσιάτες ἱππεῖς – τοὺς Μαντσοῦ καὶ τοὺς Τούνγκους.
Ὁ πόλεμος παρακίνησε τὸν Μάνερχαϊμ νὰ ξεκινήσῃ μία πραγματικὴ στρατιωτικὴ καριέρα. Μετὰ τὴν ἐκστρατεία, ἀσχολήθηκε μὲ δραστηριότητες πληροφοριῶν καὶ ἔρευνας στὴν Κεντρικὴ Ἀσία καὶ ἐπέστρεψε μὲ χρήσιμες εἰδήσεις καὶ πληροφορίες κατασκοπείας. Ἡ θέση του ἀποκαταστάθηκε πλήρως, ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν Τσάρο Νικόλαο Β′ καὶ διορίστηκε διοικητὴς ἑνὸς συντάγματος δραγώνων φρουρῶν καὶ στὴν συνέχεια μίας ταξιαρχίας ἱππικοῦ.
Ἐφοδιασμένος μὲ αὐτὲς τὶς ἐμπειρίες, ὁ Μάνερχαϊμ πῆγε νὰ πολεμήσῃ στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οἱ μάχες κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Α′ Παγκοσμίου Πολέμου ἦταν πολὺ διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς μικρῶν ἀποσπασμάτων ἱππικοῦ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου μὲ τὴν Ἰαπωνία. Αὐτὴ τὴν φορά, ὁ Μάνερχαϊμ διοικοῦσε συντάγματα ποὺ πολεμοῦσαν σὲ ἕνα εὐρὺ μέτωπο καὶ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιδείξῃ τὰ καλλίτερα προσόντα του. Στὶς σκληρὲς μάχες στὴν νοτιοανατολικὴ Πολωνία, ἀποδείχθηκε ἐξαιρετικὸς τακτικιστής, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν μόνο γενναῖος καὶ ἀποφασιστικός, ἀλλὰ καὶ συνετός. Μάχες, στρατιωτικὰ παράσημα καὶ αὐξανόμενη φήμη – τέτοια ἦταν ἡ ζωή του ἐκείνη τὴν ἐποχή.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ ρωσσικὴ ἐπανάσταση συνέβη στὴν Πετρούπολη, τὸ μετέπειτα Λένινγκραντ καὶ Ἅγια Πετρούπολη σήμερα. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1917, ἡ μοναρχία στὴν Ρωσσία ἔπεσε. Ὁ Τσάρος Νικόλαος Β′ δὲν πάλεψε γιὰ τὴν ἄπιαστη ἐξουσία καὶ παραιτήθηκε.
Ὁ Μάνερχαϊμ εἶχε καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ γίνῃ ἀξιωματικὸς τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας. Πέρασε τὰ νιάτα του στὴν Ἁγία Πετρούπολη, ἔχυσε αἷμα γιὰ τὴν Ρωσσία σὲ δυὸ πολέμους, ὑπηρέτησε ὡς ἀξιωματικὸς μυστικῶν ὑπηρεσιῶν καὶ ἐρευνητὴς καὶ ἔκανε λαμπρὴ αὐλικὴ καὶ στρατιωτικὴ σταδιοδρομία. Ὅμως, στὴν ἡλικία τῶν 50 ἐτῶν, ἡ μοίρα του πῆρε μία ἀπροσδόκητη τροπὴ καί, ἀπὸ τότε, ἡ ζωή του ἔγινε ἐντελῶς διαφορετική.
Στρατηγὸς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φινλανδικοῦ ἐμφυλίου πολέμου
Τὸ 1917 ἦταν σημεῖο καμπῆς ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ρωσσία ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Φινλανδία. Μετὰ τὴν πτώση τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ Φινλανδία κήρυξε τὴν ἀνεξαρτησία της. Ὡστόσο, διαφορετικὰ τμήματα τῆς φινλανδικῆς κοινωνίας εἶχαν διαφορετικὲς ἰδέες γιὰ τὸ μέλλον τῆς χώρας.
Ἀκριβῶς ὅπως καὶ ἡ Ρωσσία, ἡ Φινλανδία ὑπέστη μεγάλο διχασμό. Οἱ ἐπαναστάτες καὶ οἱ ὑποστηρικτὲς τῶν ἀριστερῶν ἰδεῶν της ἔγιναν γνωστοὶ ὡς «Ἐρυθροὶ» καὶ ἀντιτάχθηκαν στοὺς ἐθνικιστές, τοὺς «Λευκούς». Ὅπως συμβαίνει συνήθως σὲ τέτοιες καταστάσεις, ὑπῆρχαν πολλὰ κόμματα, ἀλλὰ σύντομα σχημάτισαν δυὸ πλευρές.
Στὴν Ρωσσία, τὰ γεγονότα ἐξελίχθηκαν ραγδαῖα. Μία νέα ἐπανάσταση ἀνέτρεψε τὴν ἄμορφη καὶ σχεδὸν ἀνίκανη Προσωρινὴ Κυβέρνηση καὶ μία νέα πολιτικὴ δύναμη ἦρθε νὰ κυβερνήσῃ τὴν χώρα – τὸ Κόμμα τῶν Μπολσεβίκων.
Ἐκείνη τὴν ἐποχή, γύρω στὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1918, ὁ Μάνερχαϊμ ἐπέστρεψε στὴν Φινλανδία.
Λίγο νωρίτερα, στὴν Πετρούπολη, εἶχε συναντηθεῖ μὲ τὸν ἐπικεφαλῆς τῆς γαλλικῆς στρατιωτικῆς ἀποστολῆς. Ἤθελε νὰ πάρῃ ὄπλα καὶ πυρομαχικὰ ἀπὸ τὸ Παρίσι γιὰ νὰ πολεμήσῃ τοὺς Φινλανδοὺς Ἐρυθρούς. Ἐπίσης, ὑπολόγιζε ἀκόμα σὲ συμμάχους τοῦ Α′ Παγκοσμίου Πολέμου ἐκείνη τὴν ἐποχή. Ἐν τῷ μεταξύ, στὴν Φινλανδία, οἱ τοπικοὶ δεξιοὶ πολιτικοὶ στράφηκαν πρὸς τὴν Γερμανία γιὰ βοήθεια.
Ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Φινλανδίας εἶχε ἤδη ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὶς μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης τῆς Γερμανίας, τῆς Γαλλίας καὶ τῆς κυβέρνησης τῶν Μπολσεβίκων. Ὅμως ἡ χώρα σπαράσσονταν ἀπὸ διαμάχες. Οἱ Ἐρυθροὶ Φινλανδοὶ ὑποστηρίχθηκαν ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους τῆς Ρωσσίας, ἐνῶ οἱ Λευκοὶ ἕνωσαν τὶς δυνάμεις τους μὲ τὴν Γερμανία.
Τὰ γερμανικὰ στρατεύματα περιλάμβαναν καὶ ἕνα φινλανδικὸ τάγμα Γιάγκερ. Οἱ Γερμανοὶ σχημάτισαν μία μονάδα 1.200 ἀνδρῶν ποὺ ὑποστήριξαν τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Φινλανδίας. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶχαν ἀκροδεξιὲς καὶ ἔντονα ἀντιρωσσικὲς ἀπόψεις καὶ ἦταν ἀκόμη καὶ ρωσσοφοβικοί. Ἀντιμετώπισαν τὸν Μάνερχαϊμ μὲ καχυποψία. Γενικά, οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν Φινλανδῶν ποὺ εἶχαν ὑπηρετήσει στὸν ρωσσικὸ στρατὸ καὶ τῶν μελῶν τοῦ τάγματος Γιάγκερ δὲν ἦταν πολὺ θερμές: οἱ «Ρῶσσοι» Φινλανδοὶ ἀποκαλοῦσαν τοὺς Γερμανοὺς φελντβέμπελς (κατώτερους ἀξιωματικούς) καὶ ἡ κάθε πλευρὰ δὲν ἔκρυβε τὴν περιφρόνησή της πρὸς τὴν ἄλλη.
Ὡστόσο, ἡ πολιτικὴ τοποθέτησε τὸν Μάνερχαϊμ καὶ τοὺς «Γιάγκερ» στὴν ἴδια μοίρα. Ἐπιστρέφοντας στὴν Φινλανδία, ἔγινε ὁ ἀδιαμφισβήτητος στρατιωτικὸς ἡγέτης τοῦ τοπικοῦ λευκοῦ κινήματος, τὸ ὁποῖο ἀρχικὰ προερχόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ὄουλου, βορείως τῶν πυκνοκατοικημένων περιοχῶν στὰ ἀνοικτὰ τῶν ἀκτῶν τοῦ Φινλανδικοῦ Κόλπου. Ὑπῆρχαν ἤδη 38.000 ἄτομα στὴν «σούογελουσκουντα» (suojeluskunta), τὰ παραστρατιωτικὰ ἀποσπάσματα τῆς Λευκῆς Φρουρᾶς, ἀλλὰ τοὺς ἔλειπε ἕνας πυρήνας, καὶ τότε ἀποφασίστηκε ὅτι τὸ τάγμα Γιάγκερ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσῃ.
Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μάνερχαϊμ εἶχε μετριοπαθεῖς πολιτικὲς ἀπόψεις. Δήλωσε στοὺς δημοσιογράφους: «Στόχος μας εἶναι νὰ καθαρίσουμε τὴν Φινλανδία ἀπὸ τὴν ἀναρχία». Ἐρωτηθεῖς τί θὰ συμβεῖ μετὰ τὴν νίκη, ὁ Μάνερχαϊμ εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἕνα δύσκολο ἐρώτημα καὶ τόνισε ὅτι μιλοῦσε μόνο ἐκ μέρους του. Σὲ γενικὲς γραμμές, ἡ θέση του ἔμοιαζε μὲ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἡγέτη τοῦ ρωσσικοῦ Λευκοῦ κινήματος, στρατηγοῦ Ἄντον Ντενίκιν. Ἀλλὰ ἐνῶ ὁ Ντενίκιν ἔχασε τὸν πόλεμό του, ὁ Μάνερχαϊμ κατάφερε νὰ κερδίσῃ τὸν δικό του.
Ὁ Μάνερχαϊμ ἡγήθηκε τῆς ἐπίθεσης τῶν Λευκῶν πρὸς τὴν νότια κατεύθυνση. Οἱ ἐπιχειρήσεις του ἐναντίον τῶν Ἐρυθρῶν ἦταν σύμφωνες μὲ τὰ γερμανικὰ συμφέροντα καὶ οἱ Γερμανοὶ σχεδίαζαν νὰ παρέμβουν ἄμεσα στὸν πόλεμο. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὁ Πρῶτος Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν σὲ ἐξέλιξη καὶ οἱ Γερμανοὶ ἤλπιζαν νὰ φτάσουν στὴν Πετρούπολη μέσω τῆς Φινλανδίας.
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1918, γερμανικὰ στρατεύματα ἔφτασαν στὸ Χέλσινγκφορς (Ἑλσίνκι), τὴν πρωτεύουσα τῆς Φινλανδίας. Τὸ Ἐρυθρὸ Κίνημα τῆς Φινλανδίας εἶχε γίνει κομμάτια.
Ἡ κτηνωδία τοῦ φινλανδικοῦ ἐμφυλίου πολέμου ἄλλαξε τὸν Μάνερχαϊμ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν μαχῶν, Φινλανδοὶ σκότωναν Φινλανδούς, χύθηκε πολὺ αἷμα καὶ ἀκόμη περισσότεροι ἄνθρωποι πέθαναν σὲ στρατόπεδα συγκέντρωσης ἢ ἐκτελέστηκαν. Οἱ Γιάγκερς διεξῆγαν ἀνελέητες πολιτικὲς ἐκκαθαρίσεις, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ τακτικὲς μονάδες. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἦταν ὕποπτοι γιὰ συμπάθεια πρὸς τοὺς Ἐρυθροὺς κρατοῦνταν σὲ φρικτὲς συνθῆκες, πολλοὶ ἐκτελέστηκαν ἢ πέθαναν στὴν φυλακή. Στὸ Βάιμποργκ, οἱ νικητὲς πραγματοποίησαν ἐπίσης ἐθνοκάθαρση.
Τὸ Βάιμποργκ εἶναι μία πόλη στὸ σύνορο Ρωσσίας – Φινλανδίας μὲ ποικίλη ἱστορία. Σήμερα ἀνήκει στὴν Ρωσσία καὶ οἱ τουρίστες τὴν ἐπισκέπτονται γιὰ νὰ δοῦν τυπικὰ δυτικὰ ἀστικὰ σπίτια, ἐκκλησίες, ἀκόμη καὶ ἕνα κάστρο. Αὐτὴ ἡ δυτικὴ ἀρχιτεκτονικὴ διανθίζεται μὲ μεγάλα πάρκα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ κτίρια σὲ στὺλ σοβιετικῆς σταλινικῆς περιόδου.
Τὸ 1918, ἡ πόλη ἦταν ἐπίσης ποικιλόμορφη ἐθνοτικὰ - Ρῶσσοι, Φινλανδοί, Γερμανοὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι κατοικοῦσαν ἐκεῖ καὶ τὰ πήγαιναν ἀρκετὰ καλά. Ὅμως, ἔχοντας καταλάβει τὸ Βάιμπορκ, οἱ Φινλανδοὶ Λευκοὶ ἐπιδόθηκαν σὲ σφαγή. Ἀρκετὲς ἑκατοντάδες ἐκτελέστηκαν, οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν Ρῶσσοι. Ἕνας ἀπόστρατος Ρῶσσος ἀξιωματικὸς βγῆκε μάλιστα νὰ χαιρετήσῃ τοὺς Φινλανδοὺς Λευκοὺς μὲ στολὴ καὶ μὲ μία ἀνθοδέσμη. Τὸν πυροβόλησαν. Οἱ νεκροὶ συλήθηκαν. Ἡ σφαγὴ ἔγινε ἀπὸ νεαροὺς νεοσύλλεκτους ἀπὸ τὴν βόρεια Φινλανδία ποὺ θεωροῦσαν ὅλους τους Ρώσσους κομμουνιστὲς καὶ ὅλους τους κομμουνιστὲς ἄξιους ἐκτέλεσης χωρὶς δίκη.
Ὁ Μάνερχαϊμ ἀνησυχοῦσε γιὰ τὴν σφαγὴ στὸ Βάιμποργκ, ἀλλὰ ἀνησυχοῦσε περισσότερο γιὰ τὶς σχέσεις μὲ τὸν δικό του στρατὸ καὶ τὸ μέλλον του. Δὲν ξεχνοῦσε ὅτι ἦταν Ρῶσσος ἀξιωματικὸς ἐπὶ 30 χρόνια καὶ σχεδίαζε νὰ ὀργανώσῃ ἐκστρατεία πρὸς τὴν Πετρούπολη. Ἡ ἰδέα αὐτὴ ἦταν σύμφωνη μὲ τὶς μεγάλες φιλοδοξίες του. Ἡ Ἐρυθρὰ Φινλανδία κατέρρευσε, ἀλλὰ ἡ Ρωσσία παρέμεινε. Ἡ Φινλανδία ἦταν μικρὴ χώρα, ἀλλὰ ὁ Μάνερχαϊμ ἦταν ἐπικεφαλῆς ἑνὸς νικηφόρου στρατοῦ. Ἂν κατόρθωνε νὰ εἰσέλθῃ στὴν Πετρούπολη μὲ τὸν στρατό του, θὰ γινόταν πολιτικὸς παγκόσμιας ἐμβέλειας.
Ὡστόσο, σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Μάνερχαϊμ ἀντιμετώπισε προβλήματα ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές. Φυσικά, οἱ Ἐρυθροὶ θὰ ἀντιστέκονταν σθεναρὰ στὴν μεγάλη πορεία πρὸς τὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ ἡ μάχη μὲ τὴν Σοβιετικὴ Ρωσσία – ἡ ὁποία ἦταν ἐν μέρει ἐρείπια ἀλλὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι μία τεράστια χώρα – ἦταν μία ἐξαιρετικὰ ριψοκίνδυνη προσπάθεια. Στὴν Φινλανδία, οἱ ριζοσπάστες πρότειναν νὰ καταλάβουν τὴν Καρέλια, βασιζόμενοι στὴν ὑποτιθέμενη καρελο-φινλανδικὴ ἀδελφοσύνη, καὶ δὲν ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὴν Ἁγία Πετρούπολη. Οἱ Γερμανοὶ εἶχαν ἤδη βρεῖ μία κοινὴ γλώσσα μὲ τοὺς Μπολσεβίκους καὶ ὁ πόλεμος θὰ μποροῦσε νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν συνθήκη εἰρήνης. Τέλος, οἱ μετριοπαθεῖς Φινλανδοὶ δὲν ἤθελαν νὰ πολεμήσουν καθόλου – οἱ Μπολσεβίκοι ἀναγνώριζαν τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Φινλανδίας, τὶ ἄλλο εἶχε σημασία;
Ἐπιπλέον, ἡ Φινλανδία βρισκόταν σὲ δύσκολη οἰκονομικὴ κατάσταση καὶ ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ ἦταν δευτερεύουσας σημασίας γιὰ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους. Ὁ Μάνερχαϊμ πέρασε κάποιο διάστημα ὡς ἀντιβασιλέας ἢ προσωρινὸς κυβερνήτης τῆς Φινλανδίας. Τὸ 1919 ἔθεσε ὑποψηφιότητα γιὰ πρόεδρος, ἀλλὰ ἡττήθηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ πανεπιστημίου Κάαρλο Γιοῦχο Στόλμπεργκ. Τὸ 1920 ὑπογράφηκε συνθήκη εἰρήνης στὸ Ταρτοῦ καὶ στὰ ἑπόμενα χρόνια ἡ Ρωσσία καὶ ἡ Φινλανδία εἶχαν ἀρκετὰ σταθερὲς σχέσεις. Ὅσον ἀφορᾶ τὸν Γκούσταβ Μάνερχαϊμ, ἐγκατέλειψε τὴν ὑψηλὴ πολιτικὴ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα.
Ὁ Μάνερχαϊμ κέρδισε τὸν φινλανδικὸ ἐμφύλιο πόλεμο. Ὡστόσο, ἡ νίκη αὐτὴ κόστισε ἀκριβὰ στὴ χώρα καὶ ἀμαύρωσε τὴν φήμη του. Οἱ στρατιωτικὲς ἀπώλειες τῶν δυὸ πλευρῶν ἀνῆλθαν σὲ πάνω ἀπὸ 10.000 ἄτομα (3.460 Λευκοὶ καὶ 6.966 Ἐρυθροί). Πάνω ἀπὸ 11.000 ὑποστηρικτὲς τῶν Ἐρυθρῶν πέθαναν σὲ στρατόπεδα συγκέντρωσης καὶ περισσότεροι ἀπὸ 7.000 Ἐρυθροὶ (καὶ ἕως 1.500 Ρῶσσοι) ἐκτελέστηκαν κατὰ τὴν διάρκεια πολιτικῶν καὶ ἐθνοτικῶν ἐκκαθαρίσεων. Πολλοὶ στάλθηκαν αὐθαίρετα σὲ στρατόπεδα συγκέντρωσης μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶχαν συγγενεῖς μεταξὺ τῶν Ἐρυθρῶν.
Ἀκόμη καὶ σήμερα, πολλοὶ ἄνθρωποι στὴν Φινλανδία ἀντιδροῦν ἔντονα σὲ αὐτὰ τὰ γεγονότα. Στὴν πόλη τοῦ Τάμπερε, ἡ ὁποία ὑπέστη σοβαρὲς ζημιὲς κατὰ τὴν ἐπίθεση τῶν Λευκῶν καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς καταστολῆς, τὸ μνημεῖο τοῦ Μάνερχαϊμ εἶναι μερικὲς φορὲς πασαλειμμένο μὲ μπογιὰ καὶ οἱ ὁμαδικοὶ τάφοι τῶν Λευκῶν βανδαλίζονται μὲ ἐπιγραφὲς ὅπως «Ἐκτελεστές» καὶ «Τιμωροί».
Γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, ὁ Μάνερχαϊμ ἔμεινε μακριὰ ἀπὸ τὴν πολιτική. Ἀσχολήθηκε μὲ κοινωνικὲς δραστηριότητες, ταξίδευε καὶ κυνηγοῦσε. Τὸ 1931 ὅμως κλήθηκε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν ἡγεσία τῆς Φινλανδίας. Αὐτὴ τὴν φορά, ὁ Μάνερχαϊμ διορίστηκε πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου Ἀμύνης τῆς Φινλανδίας. Ἀναμόρφωσε τὶς ἔνοπλες δυνάμεις καὶ ἐπέβλεψε τὴν κατασκευὴ μίας σειρᾶς ὀχυρώσεων στὸν Ἰσθμὸ τῆς Καρέλια, ἡ ὁποία ἀνεπίσημα ὀνομάστηκε Γραμμὴ Μάνερχαϊμ.
Στρατάρχης τοῦ Ἄξονα
Ὁ Μάνερχαϊμ πίστευε ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα ἡ Φινλανδία θὰ μποροῦσε νὰ ἐμπλακῇ σὲ σύγκρουση μὲ τὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση. Πράγματι, στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1930, ἡ ἔνταση μεταξὺ Μόσχας καὶ Ἑλσίνκι ἄρχισε πράγματι νὰ αὐξάνεται.
Η ΕΣΣΔ πίστευε ὅτι ἡ Φινλανδία θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἐφαλτήριο γιὰ ἐπιθετικὴ ἐνέργεια κατὰ τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, τὸ Βάιμπορκ ἦταν μέρος τῆς Φινλανδίας καὶ τὸ Λένινγκραντ (σὲ ὅλη τὴν ἱστορία της, ἡ Ἁγία Πετρούπολη ἔφερε διαφορετικὰ ὀνόματα -πρῶτα μετονομάστηκε σὲ Πετρούπολη καὶ στὴν σοβιετικὴ ἐποχὴ μετονομάστηκε σὲ Λένινγκραντ, ἀπὸ τὸν ἡγέτη τῶν Μπολσεβίκων Βλαντιμὶρ Λένιν) ἦταν ἀρκετὰ κοντὰ στὰ σύνορα.
Ἡ Σοβιετικὴ Ἕνωση προσπάθησε νὰ διεκδικήσῃ μεγάλα τμήματα τοῦ φινλανδικοῦ ἐδάφους, κυρίως τὸν Ἰσθμὸ τῆς Καρέλια, μὲ ἀντάλλαγμα ἐδάφη στὴν Καρέλια ποὺ ἦταν λιγότερο σημαντικὰ γιὰ τὴν ΕΣΣΔ. Ὡστόσο, ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ Φινλανδία ἐνδιαφερόταν πρωτίστως γιὰ τὴν δική της ἀσφάλεια καὶ δὲν ἦταν πρόθυμη νὰ μεταβιβάσῃ ἐδάφη στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση, ἰδίως στὶς περιοχὲς ὅπου εἶχε κατασκευάσει νέες ὀχυρώσεις καὶ οἱ ὁποῖες ἦταν πυκνοκατοικημένες.
Ὡς ἀποτέλεσμα, τὸν Νοέμβριο τοῦ 1939, ἡ ΕΣΣΔ ξεκίνησε πόλεμο ἐναντίον τῆς Φινλανδίας, σχεδιάζοντας νὰ καταφύγῃ στὴν βία ἐκεῖ ὅπου ἡ διπλωματία εἶχε ἀποτύχει.
Ὁ Μάνερχαϊμ ἦταν ἐπικεφαλῆς τῶν ἐνόπλων δυνάμεων τῆς Φινλανδίας. Ὁ πόλεμος τοῦ 1939 – 1940 ἦταν ἡ καλύτερη στιγμή του ὡς διοικητής. Ὑπὸ τὴν σταθερὴ καὶ ἐνεργητικὴ ἡγεσία του, τὰ προελαύνοντα σοβιετικὰ στρατεύματα ὑπέστησαν ἐξαιρετικὰ βαριὲς ἀπώλειες. Ἡ ἀδυναμία τῆς ΕΣΣΔ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὴν Φινλανδία, ἡ ὁποία ἦταν ὑποδεέστερη ἀπὸ ἄποψη πληθυσμοῦ καὶ στρατιωτικῆς ἰσχύος, ἀποτέλεσε ὀδυνηρὸ πλῆγμα γιὰ τὸ κύρος τῆς χώρας. Ὡς ἀποτέλεσμα, ἂν καὶ ἡ Σοβιετικὴ Ἕνωση πέτυχε τοὺς ἀρχικοὺς στρατιωτικούς της στόχους, ὅλος ὁ κόσμος μιλοῦσε γιὰ τὶς τακτικὲς νίκες τῆς Φινλανδίας καὶ οἱ 105 ἡμέρες πολέμου συνέβαλλαν περισσότερο στὴν δόξα τῶν ἡττημένων παρὰ τῶν νικητῶν.
Ὡστόσο, παρὰ τὴν λαμπρὴ ἐπιτυχία της στὸ πεδίο τῆς μάχης, ἡ Φινλανδία ἔχασε τὸν πόλεμο καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἀποδεχθῇ λιγότερο εὐνοϊκοὺς ὅρους εἰρήνης ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τῆς εἶχε προσφέρει ἡ ΕΣΣΔ πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο.
Κανεὶς δὲν εἶχε παράπονα ἀπὸ τὸν Μάνερχαϊμ προσωπικὰ – πολέμησε ὅσο καλύτερα μποροῦσε καὶ πέτυχε τὰ καλύτερα δυνατὰ ἀποτελέσματα. Ὡστόσο, ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τῆς Φινλανδίας δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ περηφανεύεται: Ἡ Φινλανδία ὑπέστη βαριὲς ἀπώλειες (εἰδικὰ γιὰ μία τόσο μικρὴ χώρα) μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ χάσῃ τὰ ἴδια τὰ ἐδάφη ποὺ εἶχε ἀρχικὰ ἀπαιτήσει ἡ Σοβιετικὴ Ἕνωση.
Ἀλλά, ἐνῶ οἱ Φινλανδοὶ θεωροῦσαν τὸν Χειμερινὸ Πόλεμο (ὅπως συχνὰ ἀποκαλεῖται ὁ πόλεμος τοῦ 1939 – 1940) πόλεμο ἀνεξαρτησίας, ἡ ἑπόμενη σύγκρουση ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Ἀναζητῶντας συμμάχους, ἡ Φινλανδία ἔπαιξε τὸ ἀτοῦ της καὶ βρῆκε ἕναν νέο προστάτη – τὸν Ἀδόλφο Χίτλερ. Ἡ συμμαχία μεταξὺ τοῦ Τρίτου Ράιχ καὶ τῆς Φινλανδίας εἶναι ἕνα ἄβολο θέμα γιὰ πολλοὺς συγγραφεῖς ποὺ γράφουν γι’ αὐτό.
Εἰλικρινά, δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ἱστορία τῆς περήφανης καὶ ἐλεύθερης χώρας ποὺ τὸ μόνο ποὺ ἤθελε ἦταν νὰ προστατεύσῃ τὴν ἐλευθερία της. Ὡστόσο, στὴν πραγματικότητα ἡ Φινλανδία σύναψε αὐτὴ τὴν συμμαχία ἐπειδὴ ὄχι μόνο ἤθελε ἐκδίκηση, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἤλπιζε νὰ ἀποκτήσῃ νέα ἐδάφη.
Ὁ Μάνερχαϊμ ἀνῆκε σὲ ἕναν στενὸ κύκλο ἀνθρώπων ποὺ ἦταν ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν λήψη σημαντικῶν ἀποφάσεων στὴν Φινλανδία. Ἡ χώρα ἦταν μέρος τοῦ γενικοῦ σχεδίου τῆς ἐπίθεσης τοῦ Ράιχ στὴν ΕΣΣΔ καὶ θὰ ἦταν ψέμμα νὰ ἰσχυρισθῇ κανεὶς ὅτι τὸ Ἑλσίνκι δὲν ἤθελε τὸν πόλεμο καὶ σύρθηκε σὲ αὐτὸν παρὰ τὴν θέλησή του. Στὴν πραγματικότητα, ἡ ἀνάπτυξη γερμανικῶν στρατευμάτων στὴν Φινλανδία ξεκίνησε ἀμέσως μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου κατὰ τῆς ΕΣΣΔ.
Στὶς 22 Ἰουνίου 1941, ἡ φινλανδικὴ ἀεροπορία ἄρχισε νὰ ναρκοθετῇ τὰ ὕδατα τῆς ΕΣΣΔ καὶ μεραρχίες τῆς Βέρμαχτ ἀναπτύχθηκαν γιὰ νὰ ἐπιτεθοῦν στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση ἀπὸ τὸ φινλανδικὸ ἔδαφος.
Τὸ πιὸ ἐπώδυνο ζήτημα ἀφοροῦσε τὸ Λένινγκραντ / Πετρούπολη. Τὸ σχέδιο τοῦ Χίτλερ ἦταν ἀρκετὰ σαφὲς καὶ ξεκάθαρο: ἤθελε νὰ καταστρέψῃ ἐντελῶς τὴν πόλη. Οἱ Φινλανδοὶ ὑποτίθεται ὅτι θὰ ἔπαιζαν σημαντικὸ ρόλο στὴν ἐπίθεση κατὰ τοῦ Λένινγκραντ. Πλησίαζαν τὸ Λένινγκραντ ἀπὸ τὸ μέτωπο, μέσω τοῦ Ἰσθμοῦ τῆς Καρέλια ποὺ εἶχαν χάσει τὸ 1940, ἀλλὰ προωθήθηκαν καὶ ἀπὸ τὰ βόρεια, κατὰ μῆκος τῆς ὄχθης τῆς λίμνης Λαντόγκα. Ἀνατολικὰ τοῦ Λένινγκραντ, ὑποτίθεται ὅτι θὰ συναντοῦσαν τὰ προελαύνοντα γερμανικὰ στρατεύματα.
Ἀρχικά, ἡ ἐπίθεση τῶν Φινλανδῶν καὶ τῶν Γερμανῶν ἦταν ἀρκετὰ ἐπιτυχής. Κατάφεραν νὰ προχωρήσουν βαθύτερα στὸ ἔδαφος τῆς ΕΣΣΔ. Γιὰ τὴν Ρωσσία, ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ ἀντισταθῇ στὴν Βέρμαχτ, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ὁ ἰσχυρότερος στρατὸς στὸν κόσμο. Οἱ Φινλανδοὶ ἐκδίωξαν τοὺς Ρώσσους ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸ τῆς Καρέλια.
Οἱ μετέπειτα ἐνέργειες τοῦ Μάνερχαϊμ περιγράφονται συχνὰ ὡς μία προσπάθεια νὰ ἀποφύγῃ μία στενὴ συμμαχία μὲ τοὺς Γερμανοὺς καὶ νὰ μὴν ἐμπλακῇ στὴν καταστροφὴ τοῦ Λένινγκραντ, ὅπου πέρασε τὰ νεανικά του χρόνια. Ὁρισμένοι λένε ὅτι οἱ Φινλανδοὶ δὲν ἐπιτέθηκαν στὴν πόλη λόγω συγκινητικῶν αἰσθημάτων τοῦ διοικητῆ, ἀνθρωπιστικῶν ἐκτιμήσεων κ.λπ. Στὴν πραγματικότητα, οἱ λόγοι γιὰ τὴν διακοπὴ τῆς ἐπίθεσης ἦταν ἀρκετὰ πεζοὶ καὶ ἀφοροῦσαν τὶς στρατιωτικὲς δυνάμεις τῆς χώρας.
Ἡ ἐπίθεση δὲν φαινόταν ἐλπιδοφόρα γιὰ τοὺς Φινλανδούς. Δὲν εἶχαν τὰ μέσα γιὰ νὰ περικυκλώσουν τὸ Λένινγκραντ καὶ νὰ ἐμπλακοῦν σὲ ὁδομαχίες, ἐνῶ εἶχαν ἔλλειψη σὲ βλήματα γιὰ τὸ βαρὺ πυροβολικό, σὲ ἐξοπλισμὸ πυροβολικοῦ καὶ σὲ ἀνθρώπινες ἐφεδρεῖες. Προφανῶς, σὲ τέτοιες συνθῆκες οἱ Ρῶσσοι θὰ πολεμοῦσαν μὲ παράλογη ἀγριότητα – ὅπως ἔκαναν στὰ νότια προάστια τοῦ Λένινγκραντ, ὅπου οἱ Γερμανοὶ προέλαυναν.
Ὁ φινλανδικὸς στρατὸς ἦταν «λαχανιασμένος» – δὲν θὰ ἄντεχε μία παρατεταμένη κιμαδομηχανή. Καὶ τὸ σημαντικότερο, τὰ φινλανδικὰ στρατεύματα συνέχισαν τὴν ἐπίθεσή τους, παρακάμπτοντας ὅμως τὴν λίμνη Λαντόγκα. Ἡ περικύκλωση τῆς Λαντόγκα ἀπὸ τοὺς Φινλανδοὺς καὶ τοὺς Γερμανοὺς ἀπέκοψε τοὺς δρόμους ἀνεφοδιασμοῦ πρὸς τὸ Λένινγκραντ καὶ στὴν συνέχεια ὁ Χίτλερ προχώρησε στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ διαβολικοῦ του σχεδίου καταστροφῆς τῶν ἀπαραίτητων ὑποδομῶν, τῆς πείνας καὶ τῆς παγωνιᾶς τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πόλης μέχρι θανάτου. Καὶ ὁ φινλανδικὸς στρατὸς πραγματοποίησε τὸ δικό του μέρος αὐτοῦ τοῦ σχεδίου.
Ὡστόσο, τὸ σχέδιο ἀπέτυχε. Καθὼς ὁ κύκλος σχεδὸν ἔκλεινε ἀνατολικὰ τῆς λίμνης Λαντόγκα, τὰ σοβιετικὰ στρατεύματα ἀντεπιτέθηκαν νοτιότερα, ἀναγκάζοντας τοὺς Γερμανοὺς νὰ ὑποχωρήσουν ἀπὸ τὸ Τίχβιν. Ἡ χερσαία ὁδὸς πρὸς τὸ Λένινγκραντ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀποκομμένη, ἀλλὰ οἱ Ρῶσσοι εἶχαν στὴν διάθεσή τους ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς λίμνης Λαντόγκα. Ὡς ἀποτέλεσμα, οἱ Ρῶσσοι μποροῦσαν ἀργὰ καὶ μὲ μεγάλη δυσκολία νὰ ἀπομακρύνουν ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ Λένινγκραντ καὶ νὰ φέρουν τρόφιμα, καύσιμα καὶ πυρομαχικὰ στὴν πόλη. Τὰ φινλανδικὰ στρατεύματα κόλλησαν στὴ καμπὴ τοῦ ποταμοῦ Σβὶρ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ προχωρήσουν βαθύτερα στὸ ρωσσικὸ ἔδαφος.
Στὰ τέλη τοῦ 1941, ὁ φινλανδικὸς στρατὸς βρέθηκε σὲ ἀδιέξοδο. Εἶχε σημειώσει λαμπρὴ ἐπιτυχία, εἰσχωρώντας βαθιὰ στὸ ἔδαφος τῆς ΕΣΣΔ καὶ καταλαμβάνοντας ἀκόμη καὶ ἐδάφη ποὺ δὲν ἀνῆκαν ποτὲ στὴν Φινλανδία· οἱ Γερμανοὶ προωθήθηκαν πρὸς τὸ Μουρμὰνσκ καὶ ὁ σιδηρόδρομος ποὺ περνοῦσε νότια ἀπὸ τὸ Μουρμὰνσκ εἶχε ἀποκοπεῖ.
Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ἐντελῶς ἄχρηστα. Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια καὶ ὑπομένοντας μεγάλες ἀπώλειες, οἱ Ρῶσσοι κατόρθωσαν νὰ διατηρήσουν τὸν ἔλεγχο τοῦ Λένινγκραντ – ὁ σιδηρόδρομος ἐπανῆλθε σὲ λειτουργία, παρακάμπτοντας τὸ τμῆμα ποὺ εἶχε ἀποκοπεῖ – τὸ Μουρμὰνσκ παρέμεινε ὑπὸ ρωσσικὸ ἔλεγχο καὶ πολικοὶ στόλοι τῶν Συμμάχων ἐκφόρτωναν στὸ λιμάνι του.
Ἐν τῷ μεταξύ, στὰ κατεχόμενα ἐδάφη, ἡ κόλαση μαινόταν. Ἡ φωτογραφία στὴν ὁποία ἐξαντλημένα παιδιὰ στέκονται πίσω ἀπὸ συρματοπλέγματα στὰ ὁποῖα κρέμεται μία πινακίδα ποὺ γράφει: «Ἡ εἴσοδος στὸ στρατόπεδο καὶ ἡ συνομιλία μέσω τοῦ συρματοπλέγματος ἀπαγορεύεται ὑπὸ τὴν ποινὴ τῆς ἐκτέλεσης» δὲν τραβήχτηκε σὲ ναζιστικὸ ἀλλὰ σὲ φινλανδικὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης. Θεωροῦσαν ὅτι ὁ μὴ φινλανδικὸς πληθυσμὸς θὰ ἀπελαυνόταν μετὰ τὸν πόλεμο. Μέχρι τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1942, ἕως καὶ τὸ ἕνα τρίτο του συνολικοῦ πληθυσμοῦ τῆς κατεχόμενης ἐπικράτειας βρισκόταν σὲ στρατόπεδα – δηλαδὴ περισσότεροι ἀπὸ 24.000 ἄνθρωποι. Σύμφωνα μὲ διάφορες πηγές, ἕως καὶ 7.000 ἀπὸ αὐτοὺς πέθαναν.
Ἡ φινλανδικὴ πλευρὰ παρέδωσε ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους καὶ τοὺς Ἑβραίους στοὺς Ναζί, ἐνῶ ἄλλοι Ἑβραῖοι χρησιμοποιήθηκαν γιὰ καταναγκαστικὰ ἔργα στὴ Φινλανδία. Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς αἰχμαλώτους, ἀπὸ τοὺς 64.000 σοβιετικοὺς στρατιῶτες ποὺ αἰχμαλωτίστηκαν ἀπὸ τοὺς Φινλανδούς, 19.000 πέθαναν. Στὰ ἀπομνημονεύματά του, ὁ Μάνερχαϊμ ἀναφέρει τὴν δεινὴ θέση τῶν αἰχμαλώτων καὶ τὴν ἀνησυχία του γιὰ τὴν κατάστασή τους. Ὡστόσο, δὲν ἀναφέρει σχεδὸν καθόλου τὸν ἐγκλεισμὸ καὶ τοὺς μαζικοὺς θανάτους ἀμάχων στὰ στρατόπεδα.
Ὁ φινλανδικὸς στρατὸς συνέχισε νὰ ὑποστηρίζει τὸ βόρειο σκέλος τῆς πολιορκίας τοῦ Λένινγκραντ.
Ὡστόσο, τὸ μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ κάνῃ τὸ Ἑλσίνκι ἦταν νὰ περιμένῃ τὴν Βέρμαχτ νὰ κερδίσῃ τὸν πόλεμο. Καὶ ἡ Βέρμαχτ δὲν τὰ κατάφερε. Τὸ 1942, μία γερμανικὴ ἐπίθεση ἐπρόκειτο νὰ ἀπομονώσῃ πλήρως τὸ Λένινγκραντ, ἀποκόπτοντας ὅλες τὶς ὁδοὺς ἀνεφοδιασμοῦ, συμπεριλαμβανομένης τῆς λίμνης Λαντόγκα. Οἱ Φινλανδοὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ κάνουν τὸ καθῆκον τους, καὶ στὴν λίμνη ἐμφανίστηκαν τορπιλάκατοι καὶ γερμανικὰ πολεμικὰ πλοῖα Ζίμπελ, ἀλλὰ ἡ ἐπίθεση δὲν πραγματοποιήθηκε ποτέ: ἡ γερμανικὴ ὁμάδα δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ νέες ρωσσικὲς μεραρχίες ποὺ ἦρθαν νὰ σώσουν τὸ Λένινγκραντ. Τὰ μέρη ἐξουδετέρωσαν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.
Σχεδὸν 650.000 ἄνθρωποι πέθαναν ἀπὸ τοὺς βομβαρδισμοὺς καὶ τὴν πείνα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιορκίας τοῦ Λένινγκραντ. Ὁ Μάνερχαϊμ συμμετεῖχε ἄμεσα σὲ αὐτὴ τὴν αἱματοχυσία, βοηθώντας τὴν Βέρμαχτ νὰ στραγγαλίσῃ τὴν πόλη μὲ τὴν ὁποία ἦταν συνδεδεμένος μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους.
Στὸ γύρισμα τοῦ 1942 – 43 μία ἰσχυρὴ γερμανικὴ ὁμάδα ἡττήθηκε στὴν μακρινὴ πόλη τοῦ Στάλινγκραντ. Ἔγινε σαφὲς ὅτι τὸ Ράιχ δὲν θὰ κέρδιζε τὸν πόλεμο. Ἡ Φινλανδία ἀντιμετώπισε τὴν ἀπειλητικὴ προοπτικὴ τῆς ἥττας, ὅποτε ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ τρόπους διαφυγῆς ἀπὸ τὸ πλοῖο ποὺ βυθιζόταν.
Μία ἀπόφαση ἔπρεπε νὰ ληφθῇ γρήγορα. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1943, ὁ ἀποκλεισμὸς τοῦ Λένινγκραντ ἔσπασε στὴν νότια πλευρά. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, οἱ Γερμανοὶ ἐκδιώχθηκαν τελικὰ ἀπὸ τὴν πόλη. Τὸ Ἐλσίνκι ἀναζητοῦσε ἕναν συμβιβασμὸ μὲ τὴν Μόσχα. Οἱ Ρῶσσοι ἀπαίτησαν τὸν ἐγκλωβισμὸ τῶν γερμανικῶν στρατευμάτων στὴν Φινλανδία, τὴν καταβολὴ ἀποζημιώσεων καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ σύνορο τοῦ 1940, ἀλλὰ ἡ Φινλανδία ἀρνήθηκε.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1944, οἱ Ρῶσσοι ἐξαπέλυσαν ἐπίθεση στὸν Ἰσθμὸ τῆς Καρέλια καὶ διέσπασαν τὴν φινλανδικὴ ἄμυνα. Ἡ Ρωσσία ἀνέκτησε τὸν ἔλεγχο τοῦ Βάιμποργκ καὶ ἡ ἐπίθεση ἀπειλοῦσε νὰ ἐξαπλωθῇ περαιτέρω στὰ ἐνδότερα τῆς Φινλανδίας.
Ὁ πρόεδρος
Λόγω τῆς καταστροφικῆς κατάστασης στὸ μέτωπο, ὁ Φινλανδὸς πρόεδρος Ρίστο Ρύτι παραιτήθηκε. Στὶς 4 Αὐγούστου 1944, ὁ στρατάρχης Μάνερχαϊμ ἔγινε πρόεδρος τῆς Φινλανδίας. Τὸ κύριο καθῆκον τοῦ στρατιωτικοῦ ὡς προέδρου ἦταν νὰ ἐπιτύχῃ τὴν εἰρήνη.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1944, ἡ Φινλανδία ἀποδέχθηκε τὶς ἀπαιτήσεις τῆς Ρωσσίας καὶ σὲ ἀντάλλαγμα τῆς ἐπετράπη νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Τὰ γερμανικὰ στρατεύματα στὴν Φινλανδία ἡττήθηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ σύντομου ἀλλὰ σκληροῦ πολέμου τῆς Λαπωνίας. Κατὰ τὴν ἀποχώρησή τους, οἱ μονάδες τῆς Βέρμαχτ ἔκαψαν τὸ τμῆμα τῆς Φινλανδίας ποὺ μπόρεσαν νὰ καταλάβουν – ἡ πόλη Ροβανιέμι κάηκε ὁλοσχερῶς.
Ὁ πόλεμος εἶχε τελειώσει.
Μέχρι τότε, ὁ Μάνερχαϊμ ἦταν ἕνας ἄρρωστος καὶ ἐξαντλημένος ἄνθρωπος. Ὑποπτευόταν διαρκῶς συνωμοσίες ἐναντίον του καὶ φοβόταν ὅτι θὰ δικαζόταν γιὰ τὰ γεγονότα τοῦ 1941. Ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ πρόεδρος Ρύτι δικάστηκε καὶ καταδικάστηκε σὲ πολυετὴ φυλάκιση. Παρεμπιπτόντως, ὑπῆρχαν πράγματι κάποιοι ἄνθρωποι στὴν σοβιετικὴ πλευρὰ ποὺ θὰ προτιμοῦσαν νὰ κρεμάσουν τὸν Μάνερχαϊμ (ὅπως καὶ τὸν Ρύτι). Ὡστόσο, ὁ Στάλιν δὲν ἤθελε νὰ προχωρήσῃ σὲ αὐτὸ καὶ ὡς ἀποτέλεσμα ὁ Ρύτι φυλακίστηκε γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος.
Ὁ Κὰρλ Γκούσταβ Μάνερχαϊμ παραιτήθηκε τὸν Μάρτιο τοῦ 1946. Πέρασε τὶς ὑπόλοιπες μέρες του ταξιδεύοντας καὶ γράφοντας τὰ ἀπομνημονεύματά του. Τὸ 1951 ὁλοκλήρωσε τὰ ἀπομνημονεύματά του καὶ ἡ ὑγεία τοῦ ἐπιδεινώθηκε ἀπότομα. Στὶς 27 Ἰανουαρίου 1951, ὁ Μάνερχαϊμ πέθανε.
Ὁ Μάνερχαϊμ παραμένει μία ἀπὸ τὶς μορφές-κλειδιὰ στὴν ἱστορία τῆς Φινλανδίας, ἀλλὰ καὶ ἀρκετὰ ἀμφισβητούμενη. Οἱ φρικαλεότητες τοῦ φινλανδικοῦ ἐμφυλίου πολέμου δὲν ἔχουν ξεχαστεῖ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ ρόλος τοῦ στρατάρχη ἦταν ἀρκετὰ ἀμφιλεγόμενος. Ἐνῶ στὸν Χειμερινὸ Πόλεμο ἡ Φινλανδία προτίμησε νὰ πολεμήσῃ παρὰ νὰ παραδοθῇ, τὸ 1941 προχώρησε σὲ συμμαχία μὲ τὸ πιὸ ἀπεχθὲς πολιτικὸ καθεστὼς στὴν ἱστορία καὶ ὑπέστη βαριὲς ἀπώλειες. Ὡστόσο, οἱ Φινλανδοὶ γενικὰ θεωροῦν ὅτι πρόκειται ἁπλῶς γιὰ μερικὰ «μελανὰ σημεῖα».
Γιὰ τοὺς Ρώσσους, ὡστόσο, ἡ ἱστορία εἶναι πιὸ περίπλοκη. Ὁ Μάνερχαϊμ μνημονεύεται μὲ διαφορετικοὺς τρόπους – ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ξεκίνησε ὡς λαμπρὸς ἀξιωματικός του στρατοῦ καὶ τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν καὶ στὴν συνέχεια μετατράπηκε σὲ ἀπάνθρωπο διοικητὴ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φινλανδικοῦ ἐμφυλίου πολέμου, στὸν ὁποῖο δὲν νοιάστηκε ἰδιαίτερα γιὰ τὶς πράξεις τοῦ λαοῦ του, καὶ στὴν διάρκεια τοῦ Β′ Παγκοσμίου Πολέμου ἔγινε σύμμαχός του Χίτλερ καὶ ἦταν ἄμεσα ὑπεύθυνος γιὰ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀνθρωπιστικὲς καταστροφὲς καὶ ἐγκλήματα πολέμου στὴν παγκόσμια ἱστορία.
Οἱ μεγάλοι πολιτικοὶ – ἰδιαίτερα σὲ μία τόσο ταραγμένη ἐποχὴ ὅπως τὸ πρῶτο μισό του 20οῦ αἰώνα – σπάνια εἶναι ξεκάθαρες μορφές, ἰδίως ὅταν τὰ ὀνόματά τους ἐγγράφονται στὶς ἱστορίες διαφορετικῶν λαῶν, καὶ ὁ Κὰρλ Γκούσταφ Μάνερχαϊμ ἀποτελεῖ ζωντανὴ ἀπόδειξη γι’ αὐτό.