Στὴν κρεαταγορὰ τῆς Ἀθήνας


 

Ἕνα σύντομο κείμενο ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Πέτρου Σπ. Σκουτέλα «Εὔθυμα κι εὐτράπελα σταχυολογήματα» (Ἀθήνα, 2005)

 

(Ὅταν ἦρθα ἀπὸ τὴν ἐπαρχία κι ἐγκαταστάθηκα στὴν Ἀθήνα, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια)

Νὰμαι κι ἐγῶ, ποὺ λέτε, ἕνα πρωινὸ στὸν ὀμφαλὸ τῆς Ἀθήνας.  Στὴν κεντρικὴ κρεαταγορά, ὅπου βρίσκει κανεῖς ὅλα τὰ εἴδη τῶν κρεάτων. Μ’ ἐντυπωσίασε ἡ πρωτόγνωρη γιὰ μένα εἰκόνα. Βρέθηκα μπροστὰ σὲ μιὰ ἀνθρώπινη μάζα ποὺ μπαινόβγαινε κάτω ἀπό ’να πελώριο θόλο, ποὺ στέγαζε ἀναρίθμητα μικρὰ κρεοπωλεῖα. Στὴν εἴσοδο κιόλας πολιορκοῦμαι ἀπὸ ’να τσοῦρμο παιδιῶν ποὺ πουλᾶνε τσάντες γιὰ τὰ ψώνια, κι ἀνάμεσά τους δυὸ γυφτόπουλα ρακένδυτα, ν’ ἀπλώνουν τὸ χέρι γιὰ φιλοδώρημα. Καὶ στὶς δυὸ μεριὲς τῆς εἰσόδου γυναικοῦλες μὲ παρακλητικὸ ὕφος πασχίζουν νὰ ξοδέψουν τὰ λίγα ζαρζαβατικὰ καὶ γιατροσόφια ποὺ τἀ ’χουν ἀπλωμένα σὲ πρόχειρα, ξύλινα παγκάκια.

Μὲ κόπο στὴν κοσμοσυρροὴ ποὺ μπαινοβγαίνει κατὰ κύματα διεισδύω στὸ ἐσωτερικό. Ντελάληδες διαλαλοῦν τὰ εἴδη τῶν κρεάτων μὲ φωνὲς δυνατὲς καὶ σὲ διάφορες ἀποχρώσεις (ψιλές, χοντρές, βραχνές, λαγαρὲς κ.λπ.). Χατζιάρες ν’ ἀνεβοκατεβαίνουν καὶ νὰ λιανίζουν τὰ σφαγμένα ζωάκια καὶ μιὰ ἀσίγαστη κοσμοσυρροὴ νὰ πηγαινοέρχεται στοὺς στενοὺς διαδρόμους. Καὶ τὸ κεφάλι μου γίνεται κιόλας «καζάνι» ἀπ’ τὸν μεγάλο «ντράβαλο»!

Οἱ ντελάληδες σὲ ἔξαρση:

— Περάστε κόσμε! βόδια, μουσχάρια, βουβάλια, ἀγριόγιδα, ἀγριογούρουνα, κατσίκια, ἀρνιά!...

— Περάστε! Περιπεράστε! Γελάδια τῆς Θεσσαλίας, προβατάκια τῆς Ἠπείρου, βόδια τῆς Μακεδονίας, ἀγριογούρουνα τῆς Θράκης, ἀγριοκάτσικα τῆς Κρήτης, ἀγριόπαπιες τῶν νησιῶν μας!...

— Ποικίλε κόσμε! Ποικίλη κι ἡ ἀγορά μας, γνήσια, ἑλληνική! Γιὰ ὅλες τὶς προτιμήσεις καὶ τὶς ὀρέξεις...

Μοῦ σηκώνουν «καπνούρα» στὸ κεφάλι καὶ κοντοστέκω στὸ δεύτερο κατὰ σειρὰ ὑπαίθριο μαγαζάκι, κι ἐρωτῶ:

— Ἔχετε, κύριε, βόδι;

— Μάλιστα, – μοῦ λέει –, κύριε.

Ἕνας ἄλλος δίπλα μου παραγγέλει μοσχάρι καὶ μιὰ γριούλα παρέκει ζητάει γίδινο. Θὰ τὴν μαγειρέψω μὲ τραχανά, μονολογεῖ καὶ μὲ κοιτάζει στὰ μάτια (σὰ νἀ ’ξερε ὅτι εἶμαι Ἠπειρώτης). Κι ὁ παραστεκούμενος μικρὸς ντελάλης τοῦ καταστήματος, ποὺ παρακολουθεῖ τὶς παραγγελίες, παίρνει φωτιὰ καὶ φωνάζει (τάχα τονίζει τὶς παραγγελιὲς στ’ ἀφεντικό του).

— Βόδι, ὁ κύριος! Μοσχάρι, ὁ ἄλλος κύριος! Γίδα, ἡ κυρία! Ἐλάτε κύριοι στὴν παραγωγή μας!

Σκύβω καὶ λέω στὸν μικρούλη μὲ τὴν στεντόρεια φωνὴ χαριτολογώντας καὶ χαμηλοφώνως:
— Ὡραῖα μᾶς στολίζεις μὲ τὰ κοσμητικά σου!

Κι ὅλοι γελᾶμε. Κι ὁ τρανὸς τοῦ καταστήματος μὲ τὴν πολύκαιρη ἐμπειρία του, τὴν ἐπαγγελματική, παίρνει τὸν λόγο καὶ μοῦ λέει κι αὐτὸς χαριτολογώντας:

— Ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ ζῶα εἶναι μὲ κύριο τὸν ἄνθρωπο, ὅπως τό ’πε κι ὁ Ἀριστοτέλης. Εἴδατε τὶ εἴπατε πρίν; «Ἔχετε, κύριε, βόδι; Ἂν ἀπαλείψουμε τὸ κόμμα, ἀλλάζει καὶ ἡ ἔννοια. Μὴν τὸ ψάχνετε λοιπόν».

Κι ὅλοι πάλι γελᾶμε. Κι ὁ ἐξυπνούλης μικρούλης, ἀμετακίνητος στὸ πόστο του διαλαλεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο τὰ προϊόντα του:

— Ἐλάτε, κύριοι! Ντόπια! Γνήσια ἑλληνικὰ καὶ ὄχι εἰσαγόμενα! Κοτόπουλα Ἰωαννίνων! Ἀγριοπούλια τῆς Νάξου! Θηράματα τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Ταϋγέτου! Περάστε! Ψωνίστε καὶ γελᾶστε! (καὶ μὲ λοξοκοιτάζει ὁ μικρούλης). Φαΐ, κέφι καὶ γέλιο θέλει ἡ ζωὴ τὴν σήμερον ἡμέρα.

Παίρνω τὶς τσάντες ἀνὰ χείρας καὶ πάλι μὲ κόπο ἐξέρχομαι ἀπ’ τὸ κοσμοδόνητο αὐτὸ τοῦνελ καὶ στ’ αὐτιά μου ἀντηχοῦν τὰ διαλαλητά. Προβατάκια τῆς Ἠπείρου, γελάδια τῆς Θεσσαλίας, ζαρκάδια τῆς Ρούμελης, κυνήγι τῆς Πελοποννήσου…

 

Ὁ Πέτρος Σπ. Σκουτέλας κατάγεται ἀπὸ τὰ Θεοδώριανα τῆς Ἄρτας. Ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἱστοριολαογραφία τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῶν Τζουμέρκων, ἔχει γράψει σχετικὰ βιβλία, ἐνῶ πολλὰ ἄρθρα του δημοσιεύτηκαν σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Τοπολάτρης, ἔνθερμος τῆς γῆς του καὶ τῆς μοίρας της, ὁ Πέτρος Σκουτέλας πονάει γιὰ ὅ,τι παλιὸ καὶ παραδοσιακὸ σβήνει καὶ χάνεται, κι ἐνάντια στὴν λήθη τοῦ χρόνου ζωντανεύει μέσα ἀπὸ τὰ κείμενά του εἰκόνες τοῦ παρελθόντος. Ἀκούραστος ἀνιχνευτῆς τῆς λαϊκῆς μας παράδοσης, ἔχει γράψει «Ἀπὸ τὶς πηγὲς τῶν τοπικῶν μας παραδόσεων» (1997), «Τοῦ χωριοῦ καὶ τῆς πόλης βιώματα καὶ λαογραφικὰ στοιχεῖα» (2002), «Ἀπο τ’ ἀγρίμια καὶ ἀγριοπούλια τῶν βουνῶν μας, καὶ ἡ λαϊκή μας παράδοση» (2004), «Εὔθυμα κι εὐτράπελα σταχυολογήματα» (2005) κ.ἄ.


Σχετικὰ ἄρθρα

Σοφά, διαχρονικὰ λόγια τοῦ Ἰωάννη Πασσᾶ
Σοφά, διαχρονικὰ λόγια τοῦ Ἰωάννη Πασσᾶ “Οἱ Ἕλληνες δὲν ἔχουν καμμίαν ἀνάγκην νὰ ζητοῦν μαθήματα πολιτικῆς ἀρετῆς καὶ κο...
Νόμος, βία, καὶ ἡ μεταξύ τους διαφορὰ
Νόμος, βία, καὶ ἡ μεταξύ τους διαφορὰ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ: Ὧ Περικλῆ, ἠμπορεῖς νὰ μοῦ ἐξηγήσῃς τὶ εἶναι νόμος; ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Βεβαιό...
Οἱ Ἕλληνες στὴν ἱστορία τῆς Ρωσσίας, Α′
Οἱ Ἕλληνες στὴν ἱστορία τῆς Ρωσσίας, Α′ Ἑλλάδα – Ρωσσία: Ἡ ἱστορική, πνευματική καὶ πολιτισμικὴ κοινότητα. Μιὰ ἀνασκόπησ...
Ἡ ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, τοῦ Ἰωάννη Πασσᾶ
Ἡ ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, τοῦ Ἰωάννη Πασσᾶ “Ἡ Μεγάλη Ἰδέα δὲν ἦτο ἰμπεριαλισμὸς ἢ ἐπιδίωξις κατακτήσεως ξένων ἐδαφῶν, ὅπως ...